Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Βασιλική Δεδούση — Εαρινό (Της ζωής το ξανάνιωμα)

Η Κόρη κερνάει από πορφυρούς κυάθους
απόσταγμα απ΄ αγιόκλημα
και άρωμα γαζίας αιθέριας.
Η Μάνα Γη σε ευωχία χλοάζουσα
απλώνει μιαν αγκαλιά φιλόστοργη
και γλυκοανθισμένη.
William McTaggart Spring (1864)
Η ροδίτσα σαλεύει,
ανοίγει δειλά τα πρώτα της ματάκια
και κρατεί το κόκκινο χρώμα του λιόφωτου
για τα κάρπιμα άνθια της.
Χεράκια πράσινα αγκαλιάζουν τον πλάτανο
που κράτησε ζωντανή την καρδιά του
αμέλγοντας υπόγεια νάματα.

Καταπράσινες περδικούλες σκαλωμένες στα βράχια,
κρατάνε το ίσο
σε μεταμεσονύχτια αγρυπνιά μέσα σε κήπο,
—ανάστροφες θύμησες οσφραντικές—,
τότε π’ ακούς τις ανεπαίσθητες εκρήξεις των χυμών,
της ζωής το ξανάνιωμα,
ν’ ανασταίνει τα ριζοβόλα πλάσματα.

============================================= 

30-4-2015

Εαρινόν

Η Κόρη κερνάει από πορφυρούς κυάθους
απόσταγμα απ΄ αγιόκλημα
και άρωμα γαζίας αιθέριας.
Η Μάνα Γη σε ευωχία χλοάζουσα
απλώνει μιαν αγκαλιά φιλόστοργη

και γλυκοανθισμένη.
Η ροδίτσα σαλεύει,
ανοίγει δειλά τα πρώτα της ματάκια
και κρατεί το κόκκινο χρώμα του λιόφωτου
για τα κάρπιμα άνθια της.
Χεράκια πράσινα αγκαλιάζουν τον πλάτανο
που κράτησε ζωντανή την καρδιά του
αμέλγοντας υπόγεια νάματα.
Καταπράσινες περδικούλες σκαλωμένες στα βράχια,
κρατάνε το ίσο
σε μεταμεσονύχτια αγρυπνιά μέσα σε κήπο,
ανάστροφες θύμησες οσφραντικές—,
τότε π’ ακούς τις ανεπαίσθητες εκρήξεις των χυμών,
της ζωής το ξανάνιωμα,
ν’ ανασταίνει τα ριζοβόλα πλάσματα.


...................................

Η Κόρη κερνάει από πορφυρούς κυάθους απόσταγμα απ΄ αγιόκλημα
Άρωμα αιθέριας γαζίας
ανάστροφες θύμησες οσφραντικές
Η ροδιά σαλεύει μεθυσμένη και ανοίγει τα πρώτα της ματάκια
Χεράκια πράσινα αγκαλιάζουν τον πλάτανο που κράτησε
Ζωντανή την καρδιά του αμέλγοντας υπόγεια νάματα
Ζωντανεύουν καταπράσινοι οι μαντρότοιχοι
Μεταμεσονύχτια αγρυπνιά μέσα σε κήπο, τότε π’ ακούς τους χυμούς
Της ζωής το ξανάνιωμα ν’ ανασταίνει τα ριζοβόλα πλάσματα.


Βασιλική Π. Δεδούση

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Οδυσσέας Ελύτης – Ήρθαν ντυμένοι φίλοι (Άξιον Εστί)


Ήρθαν
ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.

Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή, και το Γεωμέτρη,
βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα υποταγή και δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.

Ούτε μέλισσα καν δεν γελάστηκε
το χρυσό ν’ αρχίσει παιχνίδι
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.

Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς και επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους νόμους τους θεσπίζοντας
τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν...
έδεσε ποτέ με την σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού
στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς
τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.

Έφτασαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά.

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Οδυσσέας Ελύτης – Γέννηση της μέρας

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα
τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Η μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από
την αγκαλιά του ξυπνητού νερού
Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει
και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός
Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ
τα συγγενεύει μες στον έρωτά μου
Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς
Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας
Ν' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου
Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός
σε στόμα αιόλου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη
ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια

Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλος
Η καμπάνα του χωριού που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγο ψωμί, 
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά. Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!

Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης τῆς γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;.... Νἀρθεῖς!

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Βρες χρόνο

Karoly (Charles) Roka 1912 – 1999 - Guess Who
Βρες χρόνο για δουλειά -
αυτό είναι το τίμημα της επιτυχίας.
Βρες χρόνο για σκέψη -
αυτό είναι η πηγή της δύναμης.
Βρες χρόνο για παιχνίδι -
αυτό είναι το μυστικό της αιώνιας νιότης.
Βρες χρόνο για διάβασμα -
αυτό είναι το θεμέλιο της γνώσης.
Βρες χρόνο να είσαι φιλικός -
αυτό είναι ο δρόμος προς την ευτυχία.
Βρες χρόνο για όνειρα -
αυτά θα τραβήξουν το όχημά σου ως τ' αστέρια.
Βρες χρόνο ν' αγαπάς και ν' αγαπιέσαι -
αυτό είναι το προνόμιο των Θεών.
Βρες χρόνο να κοιτάς ολόγυρα σου -
είναι πολύ σύντομη η μέρα για να 'σαι εγωιστής.
Βρες χρόνο να γελάς -
αυτό είναι η μουσική της ψυχής.
Βρες χρόνο να είσαι παιδί -
για να νιώθεις αυθεντικά ανθρώπινος.

....................
πρώτη ανάρτηση: Όμορφη μέρα σήμερα :) - Βρες χρόνο...

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Κωνσταντίνος Καβάφης — Ἡ πόλις - Cavafis, The City


Εἶπες: «Θὰ πάγω σ᾿ ἄλλη γῆ, θὰ πάγω σ᾿ ἄλλη θάλασσα,
μιὰ πόλις ἄλλη θὰ βρεθῇ καλλίτερη ἀπὸ αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου μιὰ καταδίκη εἶναι γραφτή·
κ᾿ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου -σὰν νεκρός - θαμμένη.
Ὁ νοῦς μου ὣς πότε μέσ᾿ στὸν μαρασμὸ αὐτὸν θὰ μένῃ.
Ὅπου τὸ μάτι μου γυρίσω, ὅπου κ᾿ ἂν δῶ
ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
ποὺ τόσα χρόνια πέρασα καὶ ρήμαξα καὶ χάλασα».

Καινούριους τόπους δὲν θὰ βρῇς, δὲν θἅβρῃς ἄλλες θάλασσες.
Ἡ πόλις θὰ σὲ ἀκολουθῇ. Στοὺς δρόμους θὰ γυρνᾶς
τοὺς ἴδιους. Καὶ στὲς γειτονιὲς τὲς ἴδιες θὰ γερνᾶς·
καὶ μέσ᾿ στὰ ἴδια σπίτια αὐτὰ θ᾿ ἀσπρίζῃς.
Πάντα στὴν πόλι αὐτὴ θὰ φθάνῃς. Γιὰ τὰ ἀλλοῦ - μὴν ἐλπίζεις -
δὲν ἔχει πλοῖο γιὰ σέ, δὲν ἔχει ὁδό.
Ἔτσι ποὺ τὴ ζωή σου ρήμαξες ἐδῶ
στὴν κώχη τούτη τὴν μικρή, σ᾿ ὅλην τὴν γῆ τὴν χάλασες.

Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης (1910)

The City 

You said: “I’ll go to another country, go to another shore,
find another city better than this one.
Whatever I try to do is fated to turn out wrong
and my heart lies buried as though it were something dead.
How long can I let my mind moulder in this place?
Wherever I turn, wherever I happen to look,
I see the black ruins of my life, here,
where I’ve spent so many years, wasted them, destroyed them totally.”

You won’t find a new country, won’t find another shore.
This city will always pursue you. You will walk
the same streets, grow old in the same neighborhoods,
will turn gray in these same houses.
You will always end up in this city. Don’t hope for things elsewhere:
there is no ship for you, there is no road.
As you’ve wasted your life here, in this small corner,
you’ve destroyed it everywhere else in the world.

Translated by Edmund Keeley/Philip Sherrard

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Βασιλική Δεδούση — Με λένε αγάπη


Με λένε Αγάπη,
των ψυχών ευφροσύνη γλυκόγελη.
Γαλήνια λίμνη, ατάραχη
και πάνωθέ της το φως
στα πέρατ’ απλώνεται,
δροσίζει ψυχές,
ευφραίνει καρδιές,
των ανθρώπων τον πόνο γλυκαίνει.
Η καρδιά μιας γυναίκας 
γεμάτη απ’ αγάπη σαν είναι,
γιατρικό, χωρίς φειδώ δοσμένο,
αχρέωστα σ’ όλους και σ’ όλα,
είναι πανάκεια χαρισμένη, ανάργυρη!!
 
Στο πέρασμά μου τα δεινά υποχωρούν.
Ο τόπος μου; Το σύμπαν ολάκερο
κι αγαπημένη κατοικιά, οι καρδιές των ανθρώπων
οι ολάνοιχτες!
Δεν είμαι εδώ, εκεί, αλλού.
Είμαι παντού.
Παντού θα μέ 'βρεις,
όπου είν’ όλα φωτεινά και καλά.

Ούτε μετριέμαι, ούτε ζυγιάζομαι.
Μ’ έχεις ή δε μ’ έχεις,
είμαι ή δεν είμαι.
Το πολύ και το λίγο, το σχετικό και το μέτριο
δεν ταιριάζουν σε μένα.
Αμέριστη!
Δεν υπάρχει ζυγάρι να βαστάξει δικό μου κομμάτι
μήτε βρέθηκε αντίβαρο της δικής μου αξίας.
Ανθρώπων βάσανα;
Μοναξιάς σκοτάδι και θρήνος βουβός;
Κάλεσέ με και θα 'ρθω.
Στη δικιά μου την ήρεμη δύναμη
τα δεινά υποχωρούν.
Το μαύρο το μίσος, εχθρός μαχητός,
στο λευκογάλανο φως μου διαλύεται.
Στο πέρασμά μου τα δεινά υποχωρούν.
Αγάπη! Πεμπτουσία της ύπαρξης.
Αγάπη! Δεσμός συνεκτικός, ακατάλυτος κι άφθαρτος!
Αγάπη! Της ουσίας απάντων των όντων,
η Ουσία.
Βασιλική Π. Δεδούση

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Εἰρήνη


Τ᾿ ὄνειρο τοῦ παιδιοῦ εἶναι ἡ εἰρήνη
Τ᾿ ὄνειρο τῆς μάνας εἶναι ἡ εἰρήνη
Τὰ λόγια τῆς ἀγάπης κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Ὁ πατέρας ποὺ γυρνάει τ᾿ ἀπόβραδο
μ᾿ ἕνα φαρδὺ χαμόγελο στὰ μάτια
μ᾿ ἕνα ζεμπίλι στὰ χέρια του γεμάτο φροῦτα
καὶ οἱ σταγόνες τοῦ ἱδρώτα στὸ μέτωπό του
εἶναι ὅπως οἱ σταγόνες τοῦ σταμνιοῦ
ποὺ παγώνει τὸ νερὸ στὸ παράθυρο,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Ὅταν οἱ οὐλὲς ἀπ᾿ τὶς λαβωματιὲς
κλείνουν στὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου
καὶ μὲς στοὺς λάκκους ποὔσκαψαν οἱ ὀβίδες 
φυτεύουμε δέντρα
καὶ στὶς καρδιὲς ποὔκαψε ἡ πυρκαγιὰ
δένει τὰ πρῶτα της μπουμπούκια ἡ ἐλπίδα
κι οἱ νεκροὶ μποροῦν νὰ γείρουν στὸν πλευρό τους
καὶ νὰ κοιμηθοῦν δίχως παράπονο
ξέροντας πὼς δὲν πῆγε τὸ αἷμα τους τοῦ κάκου,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Εἰρήνη εἶναι ἡ μυρουδιὰ τοῦ φαγητοῦ τὸ βράδυ,
τότε ποὺ τὸ σταμάτημα τοῦ αὐτοκινήτου στὸ δρόμο
δὲν εἶναι φόβος,
τότε ποὺ τὸ χτύπημα στὴν πόρτα
σημαίνει φίλος,
καὶ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου κάθε ὥρα
σημαίνει οὐρανός,
γιορτάζοντας τὰ μάτια μας
μὲ τὶς μακρινὲς καμπάνες τῶν χρωμάτων του,
εἶναι εἰρήνη.

Εἰρήνη εἶναι ἕνα ποτήρι ζεστὸ γάλα
κι ἕνα βιβλίο μπροστὰ στὸ παιδὶ ποὺ ξυπνάει,
τότε ποὺ τὰ στάχυα γέρνουν τό ῾να στ᾿ ἄλλο λέγοντας:
τὸ φῶς, τὸ φῶς
καὶ ξεχειλάει ἡ στεφάνη τοῦ ὁρίζοντα φῶς,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Τότε ποὺ οἱ φυλακὲς ἐπισκευάζονται νὰ γίνουν βιβλιοθῆκες,
τότε ποὺ ἕνα τραγούδι ἀνεβαίνει ἀπὸ κατώφλι σὲ κατώφλι τὴ νύχτα,
τότε ποὺ τ᾿ ἀνοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ σύγνεφο
ὅπως βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κουρεῖο τῆς συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ὁ ἐργάτης τὸ Σαββατόβραδο,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Τότε ποὺ ἡ μέρα ποὺ πέρασε,
δὲν εἶναι μιὰ μέρα ποὺ χάθηκε,
μὰ εἶναι ἡ ρίζα ποὺ ἀνεβάζει τὰ φύλλα τῆς χαρᾶς μέσα στὸ βράδυ
κι εἶναι μιὰ κερδισμένη μέρα κι ἕνας δίκαιος ὕπνος,
ποὺ νιώθεις πάλι ὁ ἥλιος νὰ δένει βιαστικὰ τὰ κορδόνια του
νὰ κυνηγήσει τὴ λύπη ἀπ᾿ τὶς γωνιὲς τοῦ χρόνου,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Εἰρήνη εἶναι οἱ θημωνιὲς τῶν ἀχτίνων στοὺς κάμπους τοῦ καλοκαιριοῦ
εἶναι τ᾿ ἀλφαβητάρι τῆς καλοσύνης στὰ γόνατα τῆς αὐγῆς.
Ὅταν λές: ἀδελφές μου, - ὅταν λέμε: αὔριο θὰ χτίσουμε.
ὅταν χτίζουμε καὶ τραγουδᾶμε,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Ἡ εἰρήνη εἶναι τὰ σφιγμένα χέρια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι τὸ ζεστὸ ψωμὶ στὸ τραπέζι τοῦ κόσμου
εἶναι τὸ χαμόγελο τῆς μάνας
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν εἶναι ἡ εἰρήνη.
Καὶ τ᾿ ἀλέτρια ποὺ χαράζουν βαθιὲς αὐλακιὲς σ᾿ ὅλη τὴ γῆ,
ἕνα ὄνομα μονάχα γράφουν:
Εἰρήνη.
Τίποτ᾿ ἄλλο. Εἰρήνη.

Πάνω στὶς ράγες τῶν στίχων μου
τὸ τραῖνο ποὺ προχωρεῖ στὸ μέλλον
φορτωμένο στάρι καὶ τριαντάφυλλα,
εἶναι ἡ εἰρήνη.

Ἀδέρφια,
μὲς στὴν εἰρήνη διάπλατα ἀνασαίνει ὅλος ὁ κόσμος
μὲ ὅλα τὰ ὄνειρά μας
Δῶστε τὰ χέρια ἀδέρφια μου,
αὐτό ῾ναι ἡ εἰρήνη. 

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Η συντροφιά (Δεν είμαι μόνος)



Η συντροφιά
Σαν Ευαγγέλιο κλειστό στο τραπέζι
το μαύρο ψωμί. Και μέσα του χέρια.
Εκείνο που κράτησε το στάρι και το 'σπειρε,
αυτό που το θέρισε, αυτό που το ζύμωσε. Δεν είμαι μόνος.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα (1ος τόμος) [1981] του Νικηφόρου Βρεττάκου

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε, ...


Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Βασιλική Δεδούση — Η ψυχή του ναυτικού




Όποιο μέρος του κορμιού μου κι αν στύψεις
θαλασσόνερο θα βγει.
Αρμυρό.

Με όπλο το νου, που ερευνά, συγκρίνει,
αποτυπώνει και φτάνει στη γνώση
το πλεούμενο —ένα με μένα που ‘ναι—,
επιδέξια ορίζω,
κι ο Άξενος Πόντος, Εύξεινος πια,
τον ιχνηλάτη του άπιαστου,
τον δαμαστή καλοδέχεται,
ερέτη επιδέξιο, παγιδευτή ψαρά,
κι έμπορο μεταπράτη.

Σε όρμους νηνεμίας απάνεμους,
καιροφύλακας των ανέμων των ούριων,
—προσμονή, υπομονή κι απαντοχής σκληράδα—
μέχρι να πνεύσει ο Ζέφυρος,
μέχρις η Λευκοθέα ν’ απλώσει τα λυτά μαλλιά,
μιαν αγκαλιά αφροστόλιστη
τριγύρω στο σκαρί μου,
για να ναι καλοτάξιδο.

Αυλακωμένα τα χέρια μου, δες.
Των χεριών οι παλάμες χαραγμένες βαθιά,
τραχιά των σκοινιών μονοπάτια,
της αγριάδας των κυμάτων καθρέφτες.

Όσο αγριεύει η θάλασσα,
τόσο η ψυχή βαθαίνει.

Το δικό μου το αύριο ξέρω τι κρύβει.
Ναυάγιο, φουρτούνα,
μπουρίνι άξαφνο, ολοσκότεινο,
για ταξίδι απρόσκοπτο,
όλα τα λογαριάζω προτού ν’ ανοίξω το πανί
και ξανοιχτώ στο πέλαγο.

Όντας χτυπάνε το σκαρί τα τρομερά δρολάπια
και ο πλατύς ορίζοντας απ’ τη ματιά μου φεύγει
και σμίγουν Γαία κι Ουρανός τέρατα να γεννήσουν,
τότες στυλώνονται γερά τα δυο μου τα ποδάρια,
χώνονται, λες, μέσα στη σάρκα του σκαριού,
βιδώνομαι και στο κατάρτι δένομαι
το κύμα μη με πάρει.

Κύμα το κύμα,
μια πάνω μετέωρος,
μια κάτω χαμένος στα άπατα βάθη,
παλεύω και μάχομαι
με στέρνο φουσκωμένο
από μιαν άγρια χαρά,
που όμοιά της καμιά οι στεριανοί δε γεύονται.

Την τραχιά μου την όψη
σμιλέψαν, χαράξαν οι άνεμοι,
του ήλιου η κάψα, οι καιροί οι αντίξοοι,
κι η διψασμένη αρμύρα της θάλασσας.
Μα πιότερο απ’ όλα, δώρο μου κάναν τη ματιά,
το καραβίσιο βλέμμα,
—αγριάδα και γλύκα μαζί—,
πόχει το χρώμα του χαλκού σαν αγριεύει το πέλαγο
το γαλανό και ξάστερο, όταν αυτό μερεύει.

Θαλασσογράφος πίνακας
σ’ όλα του Πόντου τα χρώματα.

Πλατιά η ψυχή σαν τη θάλασσα.
Η καρδιά, του κρυσταλλένιου νερού
καθάριο αντιφέγγισμα.

Τα λόγια μου λίγα, κοφτά και σταράτα,
καταφυγιώτες στις ρωγμές των κυμάτων,
αισθήσεων ο λόγος.
Μάινααα καρδιά, όρτσααα ψυχή.
Στις ρωγμές των κυμάτων τρυπώνουν οι λέξεις,
του πελάγου αντιβούισμα, χαραγμένος αχός
ζωντανεύουν το πέλαγο
και με τα πλάσματά του
αρχινώ τις κουβέντες.

Τα πελάγια ρεύματα οι δικοί μου οι δρόμοι.
Η ψυχή μου ακρόπρωρη
—άροτρο, λιβαδιών χαλκογάλανων—,
ορμητικά διαβαίνοντας
στα μάτια μου μπρος τους χαράζει
καθαρούς, διαυγείς για σταθερή πορεία.

Τις άφεγγες νυχτιές τις ατέλειωτες
τ’ αστροκεντήδια του θόλου του ουράνιου,
των εποχών ανάλογα,
οδηγοί μου για να βρω τη σωστή την πορεία.
Στης μέρας το φως,
των δελφινιών συντροφικά ξεπετάγματα,
αγαπημένοι φίλοι και πλοηγοί αλάνθαστοι.

Δεν την αντέχω την στεριά.
Αντραλίζομαι.
Στου σκαριού μου τη ράχη τα βήματά μου σταθερά,
το χώμα σαν πατώ παραπαίουν.
Της Γης και του Αιθέρα ο γιος,
ο Πόντος ο απέραντος,
το σπιτικό και το βιός μου.
Κι άμποτες, σαν έρθ’ η ώρα η καλή,
χώμα μη με σκεπάσει.
Η θάλασσα να με δεχτεί
κι ένα μ’ αυτή να γένω
Άμποτες.
Βασιλική Π. Δεδούση
Από την τραγωδία Προμηθεύς Πυρφόρος