Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Μίλτος Σαχτούρης - Ο ποιητής της οδύνης


Από τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής λογοτεχνικής γενιάς, φιλοξενείται στη σειρά κινηματογραφικών εκπομπών του ΓΙΑΝΝΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ «ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», σε σενάριο και σκηνοθεσία του ΛΕΥΤΕΡΗ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ. 
Στην εκπομπή παρακολουθούμε εικόνες από την τελετή απονομής του Κρατικού Βραβείου Ποίησης 1987 στον ΣΑΧΤΟΥΡΗ και ακούμε να απαγγέλλονται ποιήματά του.


Ο Ποιητής και ο Κόσμος του
Ο Σαχτούρης έχει δημιουργήσει ένα δικό του κόσμο, με θεμέλια, αρχιτεκτονική διάρθρωση, ενότητα ύφους και περιεχόμενο. Μπορείς να τον αναγνωρίσεις όχι μόνο από οποιοδήποτε ποίημα, αλλά και από οποιοδήποτε στίχο. Ο κόσμος τού Σαχτούρη φαίνεται κλειστός και σε μερικούς ίσως στενά ατομικός. Κι όμως συνε­χώς υπάρχει μια ευαίσθητη ακοή που αφουγκράζεται, κι ένα μάτι που βλέπει ά­γρυπνα, ό,τι γίνεται απ' έξω [...].
Ο Σαχτούρης σχηματοποιημένος μέσα στην ποίηση του σαν πρόσωπο, εμφα­νίζεται πάντα χωρίς χαμόγελο, πονεμένος πικρός αηδιασμένος και έντρομος. Πά­ντα κατεχόμενος από οράματα φρίκης μιας εξαντλητικής σε συνδυασμούς και συγκρούσεις ζωής, πάντα με την παντιέρα του αίματος να σέρνεται στους λασπω­μένους δρόμους, αλλά και αιώνιος νοσταλγός ενός ψηλότερου καθαρού χώρου, ενός ουρανού, όπως τον νοσταλγούν οι φυλακισμένοι. Σαν ποιητής ο Σαχτούρης κινείται μέσα σ' ένα ζοφερό χώρο, εκεί που τον έχουν στριμώξει ιδιωτικά συμβά­ντα και γενικές καταστάσεις ζωής. Πολλά δυσνόητα στοιχεία στην ποίηση του α­νάγονται ασφαλώς σε εντελώς προσωπικά βιώματα ενός απαραβίαστου χώρου.
Πέρα όμως απ' αυτά υπάρχει ο άνθρωπος-ποιητής που βρίσκεται σ' ένα κοινό παρονομαστή μ' όλους τους άλλους και ιστορεί ποιητικά τις περιπέτειες της επο­χής, όπως χαράσσουν τα βαθιά τους ίχνη στην ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου.

Νόρα Αναγνωστάκη, «Οι "Δύσκολοι Καιροί" 
μέσα από την Ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη» (1960):

Η Ατμόσφαιρα του Έργου του

Όσο περνάνε τα χρόνια ο λόγος του Σαχτούρη γίνεται πιο κρυπτικός, περιορίζο­νται τα έκδηλα στοιχεία από την πραγματικότητα και μετασχηματίζονται σε «στίγ­ματα» (για να δανειστώ μια λέξη του - κλειδί), που λειτουργούν υπαινικτικά. Ω­στόσο μέσα από την υποκειμενική όραση του ποιητή, οι καταστάσεις έχουν μια αντικειμενική υπόσταση, επειδή είναι «φάσματα» (άλλη λέξη-κλειδί) του υπαρ­κτού κόσμου. 
Νομίζω ότι η πραγματικότητα στην ποίηση του Σαχτούρη περνάει από δυο κατεργασίες. 
Με την πρώτη κατεργασία βλέπεται: ως μνήμη, ως όνειρο ή ως εφιάλτης. 
Με τη δεύτερη κατεργασία: ως βιωμένα γεγονότα, που γι' αυτό φορτίζονται με μια φιλοσοφημένη στάση ή οποία οδηγεί στο αίτημα: επιλογής των στοιχείων της πραγματικότητας, ώστε να επαληθεύεται το έσχατο συμπέρα­σμα του Σαχτούρη, που δε βρίσκω να είναι θετικό για τη ζωή, έτσι όπως τη βιώ­νει μέσα στη σύγχρονη κοινωνία. Ο Σεφέρης έλεγε ότι στο βάθος κάθε ανθρακω­ρυχείου υπάρχει πάντα ένα άσπρο άλογο. Στην ποίηση του Σαχτούρη το μόνο ά­σπρο είναι: Λίγo χιόνι, δηλαδή: το λιγοστό άσπρο / και το κρύο συνυφασμένα. Ένα είδος ανατριχιαστικής αίσθησης της ζωής.
Αλέξ. Αργυρίου, 
«Ο Μίλτος Σαχτούρης και ο Υπερρεαλισμός» (1976)

Μίλτος Σαχτούρης: Αυτοσχόλια
Όταν πέθανε ο πατέρας μου το '39 και ξέσπασε ο πόλεμος του '40, πήρα και έ­καψα όλα τα πανεπιστημιακά μου βιβλία. Είπα: «Τέρμα η Νομική!» Τα 'καψα, τρό­πος του λέγειν. Τα πιο πολλά τα πούλησα. Ή τα αντάλλαξα με γαλλικά βιβλία: συλλογές ποιημάτων και άλλα. Το Διεθνές Δίκαιον, θυμούμαι, με ένα Λαρούς. Και έκτοτε δόθηκα απερίσπαστος, χωρίς αναστολές, στην ποίηση.

Τα ποιήματα μου εγώ δεν τα γράφω κομματιαστά. Ούτε τα ανακαλύπτω σιγά-σιγά. [...] μου ξεπηδάνε από μέσα μου μονοκόμματα. Καμιά φορά δύσκολα, αλλά ολόκληρα. Άλλη ιστορία, αν μερικά τα παιδεύω και βδομάδες ολόκληρες, από δω και από κει. Είχα ταξιδέψει, θυμάμαι, ένα καλοκαίρι εκδρομή με τη Γιάννα (Περσάκη - ζωγράφο, σύντροφο βίου του ποιητή ). Εγώ κλείστηκα και δούλευα τρία ποιήματα μαζί [...]. Και τα τρία ταυτόχρονα. Ούτε κατάλαβα αν πήγα και πού πή­γα εκδρομή: Αίγινα; Πόρος;

Για τα χρώματα, που αναφέρονται συχνά στα ποιήματα μου. Ιδίως το μαύρο και το κόκκινο του αίματος, το χρώμα της ζωής και των ημερών μου. Μα την αίσθη­ση τους την είχα από πάντοτε μέσα μου. Από δώδεκα χρονών άρχισα και ζωγρά­φιζα. Τα είδε μια μέρα ο πατέρας μου, δικαστικός αυστηρός που με προόριζε για τα νομικά, και τα 'σκισε: «Τι! ζωγράφος θα γίνεις...», μου είπε.

Τα ποιήματα μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες. Με μάσκες ζώων και προ­γόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει απαράλλαχτα και με τις μά­σκες των ιθαγενών.

Τον ποιητή τίποτε δεν τον εγγίζει, ούτε ο χρόνος. Γιατί έχει μέσα του το παιδικό, το γεροντικό και το δαιμονικό συγχρόνως.
Γ. Δάλλας, Ο Ποιητής Μίλτος Σαχτούρης

taenoikwkaiendimw