Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Κωστής Παλαμάς - Τὸ πανηγύρι στὰ σπάρτα

Γιὰ κοίτα πέρα καὶ μακριὰ τὶ πανηγύρι
ποὺ πλέκουν τὰ χρυσὰ τὰ σπάρτα στὸ λιβάδι!
Στὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ᾿ τὰ σπάρτα
μὲ τὴ γλυκιὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνώντας
νὰ τρέξω βούλομαι κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
θησαυριστὴς νὰ κλείσω μὲς τὴν ἀγκαλιά μου
σωροὺς τὰ ξανθολούλουδα καὶ τὰ δροσάνθια,
κι ὅλο τὸ θησαυρὸ νὰ τονε σπαταλέψω
στὰ πόδια τῆς ἀγάπης μου καὶ τῆς κυρᾶς μου.
Ὅμως βαθιὰ εἶναι τὸ ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι ὅπως μιᾶς πρόσχαρης ζωῆς εἴκοσι χρόνων
κόβει τὸ λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
ἔτσι τὸν ἄκοπο γοργὸ μοῦ κόβει δρόμο
ἀτέλειωτος ἀνάμεσα ξεφυτρωμένος
ὁ κακὸς δρόμος μὲς τὰ βάλτα καὶ στὰ βούρλα.
Τ᾿ ἀγκαθερὰ φυτὰ ξεσκίζουνε σὰ νύχια
καὶ σὰν τὰ ξόβεργα τὸ χῶμα παγιδεύει
τοῦ κάμπου τοῦ κακοῦ στὰ βούρλα καὶ στὰ βάλτα,
ἐκεῖ ποὺ στὸ φλογόβολο τὸ ἁψὺ τοῦ ἥλιου
(ποῦ δρόσος μιᾶς πνοῆς; ποῦ σκέπασμα ἑνὸς δέντρου;)
σὰν ἀστραπὴ ἀργυρὴ χτυπάει τὰ μάτια ἡ ἅρμη.
Λιγοψυχῶ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι ἀποκάνω καὶ πέφτω, κι ἀποκαρωμένος
νοιώθω στὸ μέτωπο τ᾿ ἀγκάθια, καὶ στὰ χείλια
νοιώθω τὴν πίκρα τῆς ἁρμύρας, καὶ στὰ χέρια
νοιώθω τὴ γλίνα τῆς νοτιᾶς, καὶ στὰ ποδάρια
νοιώθω τὸ φίλημα τοῦ βάλτου, καὶ στὰ στήθη
νοιώθω τὸ χάιδεμα τοῦ βούρλου, νοιώθω ἐντός μου
τὴ μοίρα τοῦ γυμνοῦ καὶ τ᾿ ἀνήμπορου κόσμου.
(Ὦ! ποῦ εἶσαι, ἀγάπη καὶ κυρά μου;) Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.

Ανάλυση
Ο Κωστής Παλαμάς δημιουργεί στο ποίημα αυτό μια ενδιαφέρουσα αλληγορία σχετικά με την επιθυμία των ανθρώπων να βιώσουν στην πληρότητά της την ευδαιμονία της ζωής και τις ποικίλες δυσκολίες που τελικά καθιστούν ανέφικτη την πραγμάτωση αυτής της επιθυμίας. Ό,τι στο ποίημα δίνεται ως προσωπικό βίωμα και ως προσωπική αδυναμία του ποιητή, στην πραγματικότητα εκφράζει μια κατάσταση κοινή για πολλούς ανθρώπους.

Για κοίτα πέρα και μακριά τι πανηγύρι
που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα στο λιβάδι!
Στο πανηγύρι το πανεύοσμο απ’ τα σπάρτα
με τη γλυκιάν ανατολή γλυκοξυπνώντας
να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι,
θησαυριστής να κλείσω μες στην αγκαλιά μου
σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα δροσάνθια,
κι όλο το θησαυρό να τόνε σπαταλέψω
στα πόδια της αγάπης μου και της κυράς μου.

Στους πρώτους εννέα στίχους ο ποιητής παρουσιάζει με ιδιαίτερα θελκτικό τρόπο το λιβάδι με τα σπάρτα. Τα κίτρινα λουλούδια, που στο φως του ήλιου μοιάζουν χρυσά, δημιουργούν ένα εξαίσιο πανηγύρι χρωμάτων κι ευωδιάς. Ένα πανηγύρι που ξυπνά στον ποιητή την επιθυμία να βρεθεί κι εκείνος κοντά στα σπάρτα και να μαζέψει στην αγκαλιά του σωρούς απ’ τα όμορφα αυτά λουλούδια. Μάλιστα, τα λουλούδια θέλει να τα απλώσει μπροστά στα πόδια της αγαπημένης του, αποκαλύπτοντας έτσι ένα σημαντικό κίνητρο για την επιθυμία του.
Στα πλαίσια της αλληγορίας το πανέμορφο λιβάδι με τα σπάρτα συμβολίζει το κάλλος και τον ευδαιμονισμό της ζωής. Το πανηγύρι των λουλουδιών, που τόσο θέλει να γευτεί από κοντά ο ποιητής, δεν είναι άλλο από το πανηγύρι της ζωής. Η επιθυμία, δηλαδή, του ποιητή δεν είναι παρά η επιθυμία κάθε ανθρώπου να αφεθεί στο γλυκό κάλεσμα της ζωής και να βιώσει τη χαρά, την ξεγνοιασιά και τις ποικίλες απολαύσεις που έχει να προσφέρει η ζωή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως απ’ τον πρώτο κιόλας στίχο ο ποιητής δηλώνει πως το πανηγύρι αυτό των όμορφων λουλουδιών γίνεται «πέρα και μακριά» από εκεί που βρίσκεται ο ίδιος. Στοιχείο που υποδηλώνει πως ο ποιητής είναι ήδη εγκλωβισμένος σε μια σειρά υποχρεώσεων που τον κρατούν μακριά από τη γαλήνη και την ανέφελη απόλαυση της ζωής.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Παλαμάς, όντας ένας άνθρωπος των γραμμάτων και της μελέτης, που έχει στερηθεί την επαφή με τη φύση, επιλέγει να παρουσιάσει την ομορφιά της ζωής, μέσα από μια εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση πάντως, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε πίσω απ’ το θελκτικό πανηγύρι στο λιβάδι με τα σπάρτα, τις κάθε είδους επιθυμίες κι επιδιώξεις των ανθρώπων. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να περιορίσουμε το συμβολισμό του πανηγυριού σε μερικότερες επιθυμίες των ανθρώπων και όχι απαραίτητα στην ευρύτερη επιθυμία για την πλήρη βίωση της ζωής.
Με το ρήμα «κοίτα», σε β΄ πρόσωπο, ο ποιητής δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνει την πρόσκληση προς κάποιο πρόσωπο -ίσως και στον αναγνώστη-, προσδίδοντας ζωντάνια και παραστατικότητα στο περιεχόμενο του ποιήματος. Ενώ, με τη χρήση των ρημάτων σε α΄ πρόσωπο, προσδίδει στα περιγραφόμενα γεγονότα την αλήθεια ενός προσωπικού βιώματος.

Όμως βαθιά είναι το ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής είκοσι χρόνων
κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
έτσι τον άκοπο γοργό μου κόβει δρόμο
ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος
ο κακός δρόμος μες στα βάλτα και στα βούρλα.


Με τον αντιθετικό σύνδεσμο «όμως» στον δέκατο στίχο, ο ποιητής παρουσιάζει τις δυσκολίες που συναντά καθώς ξεκινά για να βρεθεί στο λιβάδι με τα σπάρτα. Το λιβάδι βρίσκεται πολύ μακριά κι όπως απροσδόκητα ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου διακόπτει τη χαρά ενός νέου ανθρώπου (τα λευκά ρούχα αντικαθίσταται από σκούρα και πένθιμα), έτσι χωρίς να το περιμένει ο ποιητής βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ έναν δύσβατο, μακρύ δρόμο, γεμάτο βάλτους και αγκαθωτά χόρτα, χάνοντας γρήγορα τον αρχικό του ενθουσιασμό.
Η συσχέτιση της αλληγορικής αυτής εικόνας με την πραγματικότητα είναι εύλογη, μιας και πολύ συχνά οι άνθρωποι διαπιστώνουν πως η επιθυμία τους να χαρούν ανεμπόδιστα την ευτυχία της ζωής, δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί. Υπάρχουν συχνά πολλές δυσκολίες και προβλήματα που τους κρατούν δέσμιους σε μια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις, απογοητεύσεις και πόνο.
Έτσι, ενώ το λιβάδι με τα σπάρτα αποτελεί ένα γοητευτικό κάλεσμα της φύσης κι ο ποιητής θεωρούσε πως εύκολα θα μπορούσε να φτάσει εκεί, συνειδητοποιεί τελικά πως ο δρόμος που πρέπει να διανύσει είναι ανέλπιστα μεγάλος και δύσκολος.

Τ’ αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα νύχια
και σαν τα ξόβεργα το χώμα παγιδεύει
του κάμπου του κακού στα βούρλα και στα βάλτα,
εκεί που στο φλογοβόλο το αψύ του ήλιου
(που δρόσος μιας πνοής; που σκέπασμα ενός δέντρου;)
σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα μάτια η άρμη.


Οι πολλαπλές δυσκολίες που προκύπτουν στους ανθρώπους και τους στερούν τελικά τη δυνατότητα να χαρούν τις απολαύσεις της ζωής δίνονται με εξαιρετικά παραστατικό τρόπο απ’ τον ποιητή, καθώς παρουσιάζει το δύσβατο δρόμο που επιχειρεί να διαβεί.
Τα αγκάθια των φυτών ξεσκίζουν το σώμα του σα νύχια και το χώμα τον παγιδεύει σαν ξόβεργα (παγίδα που φτιάχνεται για την παγίδευση μικρών πουλιών, βάζοντας κολλώδη ουσία πάνω σε μια βέργα). Ο δρόμος που προσπαθεί να περάσει ο ποιητής είναι βαλτώδης, με βούρλα ολόγυρα (φυτά που μεγαλώνουν κοντά σε ποτάμια ή και βάλτους).
Παράλληλα, ο ήλιος, που δεν εμποδίζεται από κάποιο ψηλό δέντρο, φλέγει τον τόπο και βασανίζει τον ποιητή, που νιώθει στα μάτια του την αλμυρή αίσθηση του ιδρώτα. Ο ποιητής καθώς περπατά κάτω απ’ το αδιάκοπο και καυτό χτύπημα του ήλιου, σκέφτεται πως δεν υπάρχει ούτε ένα ελάχιστο αεράκι, για να τον δροσίσει, αλλά ούτε κι η σκιά ενός δέντρου, για να γλιτώσει απ’ τις ακτίνες του ήλιου. Οι αντίστοιχες ερωτήσεις που τίθενται στην παρένθεση, αποτυπώνουν ουσιαστικά τις σκέψεις του ποιητή και προσδίδουν στο ποίημα μια πιο εσωτερική διάσταση, δημιουργώντας την αίσθηση πως συντίθεται συγχρονικά με τη βίωση των δυσκολιών που καταγράφει.
....................................
η συνέχεια εδώ: latistor