Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Γιάννης Ρίτσος — Αναπνοές /"Τα ποιήματα είναι μεγάλα ποτάμια /δε σταματούν ποτέ πριν απ’ τη θάλασσα."

Ι
Υπάρχουν άνθρωποι που τους διασχίζουνε ποτάμια
κι άλλοι μ’ ένα βάλτο σταματημένο στην καρδιά τους,
άνθρωποι μ’ ένα μέτωπο σαν αψίδα από νερό
άνθρωποι με δυο μάτια κομμένα απ’ τον ουρανό-
όταν κοιτάζουν αυτό το παράθυρο, κοιτάζουν αλλού,
κυκλοφορούν ξενιτεμένοι ανάμεσα στα μάτια και στα πράγματα
γυρεύοντας κάποια φιλία πίσω απ’ τους ώμους μας
μακριά, μακριά, σ’ ένα ισκιωμένο δάσος,
μακριά ένα πρόσωπο ζωγραφισμένο σ’ ένα σύννεφο,
μακριά, ξενιτεμένοι, αμήχανοι μπρος στα ίδια τους τα χέρια.

Τα ποιήματα είναι μεγάλα ποτάμια –
δε σταματούν ποτέ πριν απ’ τη θάλασσα.
Οι ποιητές ετοιμάζουν μια χώρα για όλα τα μάτια.


II
Άκουσες το θόρυβο καθώς κλείνει ένα βλέφαρο
για ν' αποφύγει να κοιτάξει κατάματα
για ν' αποφύγει να το δούνε;
Άκουσες το θόρυβο μιας σταγόνας νερού
που έπεφτε αστράφτοντας μες στο κενό
διατηρώντας ως το τέλος τη σφαιρικότητά της;
Άκουσες το θόρυβο ενός μοναχικού φύλλου
που γκρεμίζεται μέσα στο φθινόπωρο
σαν ένα χέρι χλωμό που δε βρήκε
να κρατηθεί από κάποιο χέρι; Θυμηθείτε:
Καμιά δυστυχία δεν είναι μικρή.

ΙΙΙ
Υπάρχουν κολώνες από πέτρα
κολώνες από κατακόρυφο νερό
κολώνες από δισταχτικό χαμόγελο –
κι αυτές που θα μπορούσαν να κρατήσουν ένα αέτωμα.
Μην εμποδίσετε, φίλοι, ένα χαμόγελο.
Επάνω στην εμπιστοσύνη χτίζονται τα σπίτια.

Η πράξη και τ΄ όνειρο είναι αδέλφια.
Κι είναι αδελφοί μας και τα δυό.
Σινάγια, 16.VI.58

Γιάννης Ρίτσος — Προσωπογραφίες μιας αρχαίας βροχής

ΙΧ
Αυτός ο αργοπορημένος γύρισε μέσα στη βροχή τα μεσάνυχτα.
Ο φύλακας τού άνοιξε την πόρτα.
Οι καμαριέρες τού στρώσαν το κρεββάτι.
Οι λύκοι ξάπλωσαν επίπεδοι μπροστά στα πόδια του.
Δεν είχε προσωπείο. Δεν ήταν άγαλμα.
Όχι. Δεν ήταν μόνος.
Κρατούσε μες στα χέρια του ένα μακρύ, σκληρό κι ευαίσθητο τραγούδι
Σαν το ραβδί των μάγων θέλοντας να μεταμορφώσει τη ζωή
σαν το ραβδί των τυφλών ψάχνοντας να εισχωρήσει στον κόσμο.

Στην άκρη του ραβδιού των τυφλών
Είναι συγκεντρωμένη η όρασή τους· η άκρη του ραβδιού τους
είναι το μάτι τους, βαθύ, εξοικειωμένο στο σκοτάδι. Οι τυφλοί
χτυπάνε το ραβδί τους, δοκιμάζουν τον αέρα, τη σιωπή, τη ρίζα, την
             πέτρα,
χτυπάνε το ίδιο τους το μάτι σ’ όλες τις πέτρες και πονάνε.

Εκεί που πονάνε, βλέπουν και γνωρίζουν.
Εκεί που βλέπουν και γνωρίζουν, δείχνουν.

Το ποίημα είναι ένα τεντωμένο δάχτυλο μες στη βροχή
που δείχνει τρέμοντας προς τη μεριά του ήλιου.

Οι ποιητές έχουν νικήσει την τυφλότητα.
Σινάγια, 14.VI.58