Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Μίλτος Σαχτούρης — Ἡ δύσκολη Κυριακή
«κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά/ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο/ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά»


Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου

Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά

Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο

Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ.

από τη συλλογή Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ, 1945

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης — Συμβάν
«Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους/μισόσβηστες,
η Oρθόδοξη Xριστιανική Eποποιΐα αρχινούσε/απ' το Nάρθηκα...»

Mερικοί φαντάροι μακριά απ' τα σπίτια τους, κάποιαν ώρα
      εύκαιρη,
είτε για κορίτσια ή ρετσίνα και προσφάι, κατηφόρισαν,
στη ρεματιά με τ' αρχοντικά λευκάδια κάτω από το χωριό,
ίσαμε τ' αντικρυνά καλύβια, σιμά στα κυπαρίσσια
      και τις φτελιές.

Φτωχός ο τόπος και τα καλωσορίσματα περισσότερα
      απ' τις μπουκιές.
Aν ψωμί δεν χόρταιναν, τα κορίτσια τάβλεπαν από μακριά.
Mπορεί και για το λόγο αυτό νάχαν τ' αμέριμνο χαμόγελο,
γεμάτοι προσδοκίες ξαφνικές πάνω στο κάθε τι π' αντίκρυζαν.

Στα λιβάδια από κάθε μεριά του νερού άνθιζε η άνοιξη,
συνοδεύοντας με χρώματα τις φωνές από βατράχια και πουλιά.
Πέρασαν το μικρό πέτρινο γεφύρι και στρίβοντας μέσα στη
      λόχμη·
"Δεν πάμε", λεν, "παιδιά, να δούμε ποια ψυχή εδωπέρα ζη".

Kανένας δεν ζούσε, μονάχα χρονολογίες και ονόματα πολλά
      διάβασαν
πάνω σε Σταυρούς. Kατά λάθος πήραν το ξωκκλήσι για σπίτι.
Ένιωθαν σάμπως διπλή τη ζωντάνια τους, προφέροντας
      φωναχτά όσα διάβαζαν
μέσα στη δροσερή ήσυχη αυλή, πριν έμπουνε στο ναΐδριο.

Aστοχώντας τις συνήθεις αμφιβολίες της εποχής
      για τα μεταφυσικά,
όλοι τους, καθώς ενθυμούμενοι τους δικούς των άναψαν κεριά,
γοητεμένοι από το μελένιο φως, βάλθηκαν να εξετάζουν,
θέλοντας να δουν το κάθε τι μέσα στο μάλλον
      σκοτεινό εσωτερικό.

Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους
      μισόσβηστες,
η Oρθόδοξη Xριστιανική Eποποιΐα αρχινούσε
      απ' το Nάρθηκα,
πάν' απόναν σωρό ρόβη στη γωνιά και την ξεχασμένη
      μπούκλα του τσομπάνη,
παριστάνοντας αριστερά στον τοίχο, στον κυρίως ναό,
      έναν έφιππο.

Aπό το κόκκινο τ' άτι του ευθύς γνώρισαν
      τον Άγιο Δημήτριο.
Διαβάζοντας όμως "ΣKYΛOΓIANNHΣ", δίπλα
      στην πεσμένη μορφή,
που την υποτάσσει τρυπώντας την με το κοντάρι του
      ο Mυροβλήτης,
απόρεσαν, γιατ' ήξεραν πως με τον Λυαίο η νίκη του Aγίου
      σχετίζεται.

Tότε όμως ένας απ' τη Σαλονίκη, καθώς θυμήθηκε
      τα καλά παιδιάτα του,
όταν πέφτοντας σ' ένα κατώγι άπλωσε ο Άγιος το χέρι του
      και τον γλύτωσε,
είπε πως είναι αναρίθμητες οι νίκες του Πολιούχου
      στην πραγματικότητα,
και απ' τα συναξάρια όπως το θυμόταν εξιστόρησε
      το περιστατικό.

Όταν ο τσάρος των Bουλγάρων όλη τη Mακεδονία
      καταστρέφοντας,
έφτασε απ' το Λαγκαδά κι' απ' τον Γαλλικό ταυτόχρονα
      μπροστά στην πόλη,
αγναντεύοντας απόνα ύψωμα όλη την έκταση της πόλης
      με τα οικήματα,
και την ίδια νύχτα πατάχτηκε αυτοπροσώπως απ' τον Άγιο.

Tα λόγια του με την πυκνή παράθεση των συγκεκριμένων
      τοπωνυμιών
δίνοντας σάρκα και οστά σε όσα γνώριμα της πόλεως
      αναθυμόταν,
χόρταιναν τις αισθήσεις των συναδέλφων του παρουσιάζοντας,
όχι ένα κτίσμα, αλλά σάμπως μια γυναίκα ζωντανή,
      τη Θεσσαλονίκη.

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Περιπλανήσεις (I) «Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να ζήσω.»

Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να
ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε. Σαν τους θαυματοποιούς που όλη
τη μέρα χαρίζουν τ' όνειρο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους
αγγέλους —
ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να
τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα. Και συχνά διέσχιζα έναν
επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και
βρω μια λεπτομέρεια
που να με δικαιώνει. Άλλα εκείνο που μ' έκανε ν' απορώ είναι
που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το
κεφάλι πάνω στους ώμους μου.
Κι ίσως αυτό να 'γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου
χωρίς κανείς να τον βλέπει.

Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την
ηλικία μου
ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν' αποχαιρετάει κάποιον που
μόλις έφυγε —
  ώ νεότητα!

Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου 'λεγε η μητέρα κι έκλαιγε
 «κι όμως, μητέρα — μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα
πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα
κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να 'χαμε συγχωρεθεί για όλα
ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο
να παίζει
κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να 'ρχονταν. απ’ το βάθος ενός
ονείρου
ή μιας άλλης ζωής
που πήγαινα; τι γύρευα; Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;

             Αλλά τι σημασία έχει;
αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη
μαγεία ενός χαμένου δειλινού,
ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ' ένα
μοναχικό απόγευμα
και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν
έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα,
πότε τα ξαναζήσαμε; που;
Ίσως γι' αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ
αφήνεις έξω από την πόρτα μας
         ένα μικρό γιασεμί.

Από τη συλλογή 
  ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ  
1987

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Ξημέρωμα
«κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες:
έτσι δε βγήκαμε ποτέ απ’ τ’ όνειρο»

O πατέρας φορούσε συνήθως έναν κατιφέ στο πέτο, κι η μητέρα
μια ρόμπα με ζωγραφιστά αρχαία ειδύλλια
κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες:
έτσι δε βγήκαμε ποτέ απ’ τ’ όνειρο
η μικρή Άρκτος ερωτοτροπούσε με τον Σεπτέμβριο
ω παιδικότητα: αιωνιότητα αμετάφραστη
κι ο Θεός που απ’ τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που
φοβούνται τη νύχτα
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν
την ελπίδα στους ναυαγούς.


Ποίηση, Tόμος Tρίτος 1979-1987, Kέδρος, 1991

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Το ταξίδι της Παιδικής Ψυχής στην Ποίησή του - «τα παιδιά καβάλα πηγαινόρχονται απ’ τα γέλια στ’ όνειρο κι απ’ τ’ όνειρο / ξυπνάνε τρομαγμένα ξαφνικά στο μάταιο κόσμο των μεγάλων / και κλαίνε / και κανείς δεν μαντεύει το γιατί»

This image was drawn on the back of Edward Hopper’s third grade report card dated October 23, 1891, when Hopper was nine years old. Little Boy Looking at the Sea, n.d. The Arthayer R. Sanborn Hopper Collection Trust.

Επιχειρώντας κανείς ένα ταξίδι στο ποιητικό σύμπαν του Τ. Λειβαδίτη νιώθει πολλές φορές την ανάγκη να ενσαρκωθεί σ' ένα στίχο του ή μια λέξη. 

Η δυναμική των συντεταγμένων εννοιών, το “υπονοούμενο” που ελλοχεύει σε κάθε λέξη-σήμα, διεγείρει και συγκλονίζει το συναίσθημα του αναγνώστη. 
Έπειτα είναι κι αυτή - από μέρους του ποιητή - η παράφορα ελκυστική χρήση της παρομοίωσης και της μεταφοράς που δημιουργεί φαντασιακή εικονοποιία, ικανή τόσο όσο να μαγεύει κυριαρχικά τις αισθήσεις. 

Περιδιαβαίνοντας, λοιπόν, χρόνια τώρα την ποιητική κληρονομιά του, διαπίστωσα πως “το παιδί” σαν δρων πρόσωπο έμμεσο ή ταυτιζόμενο με την εικόνα του ίδιου του ποιητή λειτουργεί σαν σημαντικός δίαυλος απ' όπου διοχετεύονται στον αισθητικό αναγνώστη οι αγωνίες του Τ. Λειβαδίτη, τα πολιτικά του οράματα και ανησυχίες, οι βαθύτερες προσωπικές του αναζητήσεις. 

Αυτό το πόνημα δε διεκδικεί ασφαλώς την παρουσίαση επιστημονικής έρευνας, στοχεύει όμως στο ν' ανιχνεύσει τη σχέση και το ρόλο που κατέχει “το παιδί” στην ποιητική δημιουργία του Τ. Λειβαδίτη
...................
“Ο Μικρός Λεονάρδος” 
Αξιολογώντας, λοιπόν, την παρουσία του παιδιού στην ποιητική γλώσσα του Λειβαδίτη και στις τρεις περιόδους του έργου του, διαπιστώνουμε πως συνταγματικά αυτό εμφανίζεται ως έμμεσα δρων πρόσωπο, ως προπομπός που οδηγεί σε ερμηνεία του σημαινόμενου. 

Το παιδί, μ' άλλα λόγια, καλύπτεται από την ανωνυμία που απαιτεί η εκπλήρωση, η προσδοκία μιας γενικότερης κοσμολογικής αξίας (ειρήνη, δικαιοσύνη, ανάγκη για μετασχηματισμό της κοινωνίας, μεταφυσική ερμηνεία του χρόνου, εναντίωση στην ενηλικιωμένη ηθική) που θέτει το περιεχόμενο κάθε ποιητικής ενότητας ξεχωριστά. 
Η μοναδική φορά που ονοματίζεται το παιδί και η αμεσότητα του προσώπου του ταυτολογείται με το σημαινόμενο είναι στο ποίημα: “Ένας αληθινός Έλλην”. 

“Όταν, τέλος, κατάλαβαν κι οι άλλοι τι συνέβαινε, έγιναν προσπάθειες να τον 8 μεταπείσουν, ομηρικά οικογενειακά συμβούλια, συσκέψεις ιατρών, ακόμα κι οι αρχές της πόλης επενέβησαν, αλλά ο μικρός Λεονάρδος, πιστός στις παραδόσεις των προγόνων μας, αρνήθηκε να μεγαλώσει, προσφέροντας μ' αυτόν τον τρόπο ένα φαινόμενο που γρήγορα έκανε την πόλη μας κέντρο της γενικής προσοχής - κι έτσι τ' αγάλματα των ηρώων είχαν τώρα περισσότερες επισκέψεις". 

Ο μικρός Λεονάρδος είναι το εξαίσιο - ακριβό κάτοπτρο του ποιητή που μέσα του αντανακλώνται οι αρνήσεις εκείνες που υπαγορεύουν τη μοναδικότητα της παιδικής ψυχής καθώς και την απόσταση που χωρίζει - σε ποιότητα συναισθημάτων κι όχι ηλικίας - τα παιδιά από το συμβατό και μονότονο κόσμο των ενηλίκων. 
Το καθ' υπερβολήν σχήμα που χρησιμοποιείται από τον ποιητή: 
“αρνήθηκε να μεγαλώσει” 
“κι έτσι τ' αγάλματα των ηρώων είχανε τώρα περισσότερες επισκέψεις” 

μεγιστοποιεί το παιδικό μεγαλείο και την αντίστασή του στη λογική των ενηλίκων. Όπως ήδη έχει επισημανθεί, το παιδί παραλληλίζεται συχνά, σ' αυτή την τρίτη ποιητική περίοδο, με ομάδες ανθρώπων που προσωπικές περιπέτειές τους ή ατυχίες στέρησαν το σεβασμό από τον κοινωνικό περίγυρο που “βαφτίζει” τρελούς, περιθωριακούς ή αλήτες όσους δεν μπορεί να 
ερμηνεύσει. 

Οι επαίτες, οι ανήμποροι, οι πόρνες, οι ποιητές, οι τρελοί βρίσκουν στη στιχουργική αγκαλιά του Λειβαδίτη καταφύγιο, κερδίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο την προσοχή και την αξιοπρέπεια που μόνο μια ουμανιστική ηθική είναι σε θέση να διαθέσει. 
Κυρίως όμως κάθε στίχος του ποιητή ακούγεται σαν καταγγελία απέναντι σ' αυτή τη συγκεκριμένη ηθική:
 
“Κι ο τρελός της παλιάς συνοικίας - μια νύχτα, θυμάμαι, τον κυνηγούσαν και για να σωθεί κρύφτηκε στο γειτονικό σχολείο, κανείς δεν τον ξανάδε από τότε, τι απέγινε, άγνωστο. Μόνο που απ' την άλλη μέρα ο δάσκαλος έκανε πάντα λάθος στο μέτρημα κι έβρισκε ένα παιδί περισσότερο”. 

“Το παραμύθι μας αναζητά” 
Η δυαδική αντίθεση: παιδί - ενήλικος, όπως σχηματικά περιγράφτηκε στο σημειωτικό τετράγωνο του A.J.Greimas και προσδιορίζει δομικά σε αρκετά σημεία της τη στιχουργική παραγωγή της τρίτης περιόδου, αναδεικνύει παράλληλα τα εκπεμπόμενα σήματα της αντίθεσης: παιδί - ενήλικος, παιδικότητα (σήμα) - ενηλικίωση (σήμα), που αποκτά διαστάσεις μοναδικές με το τελευταίο έργο αυτής της περιόδου 

“Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου” που εκδόθηκαν δυο χρόνια (1990) μετά το θάνατο του Λειβαδίτη. 
Το παιδί-ενήλικας συχνά αναζητά τη δικαίωση στη νοσταλγία των χρόνων της αγνότητας: 

“...τ' απογεύματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα παραμύθι που δε μας το τελείωσαν και γυρίζει και μας αναζητά”
 
O ποιητής άλλοτε πάλι αντιμετωπίζει την πορεία της ενηλικίωσης με ενοχή τέτοια που συνδέει το παρελθόν των οραματισμών του με την παροντική ηθική παρακμή της κοινωνίας που γερνά χωρίς όνειρα, χωρίς αντιδράσεις απέναντι στην αρρωστημένη ηθική των ενηλίκων: 
“Είμαστε αιχμάλωτοι του ανεξήγητου και του αιώνια χαμένου κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην παιδική αγνότητα...”

O ποιητής - ενήλικας με τη συναίσθηση της παιδικότητας που τον χαρακτηρίζει σε κάθε κίνηση και αντίδραση μετασχηματίζει ακόμα και το φόβο του ανθρώπινου τέλους σε ανάγκη φυγής από μια πραγματικότητα ανίκανη ν’ αποδεχθεί τη ζωή. Έτσι το τέλος δηλώνεται ως κατοχύρωση σ' ό,τι πιο όμορφο σώθηκε από την ισοπεδωτική αξιολογική μανία της κοινωνίας: την παιδικότητα 

“... κι η παιδικότητα: ένα ουράνιο σχόλιο στο αίνιγμα να υπάρχουμε. 
Κι όταν κάποτε φύγω δε θα πάρω μαζί μου παρά λίγο βιολετί απ' το δειλινό κι έν' άστρο από κάποιο παραμύθι”. 

Θα μπορούσε βέβαια ο οποιοσδήποτε κριτικός ή αισθητικός αναγνώστης της ποίησης του Τ. Λειβαδίτη να γράφει ατέλειωτα για τις μεταμορφώσεις και τις εννοιολογικές σημασίες, για τη θέση δηλαδή που έχει “το παιδί” και η παιδικότητα σ' αυτή την τελευταία ποιητική του συλλογή. 
Το δίχως άλλο “το παιδί” αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ποιητικής μυθολογίας του Λειβαδίτη. 
Το ταξίδι αυτό της παιδικής ψυχής είναι το ταξίδι του ίδιου του ποιητή που ποτέ δεν εξαγόρασε τα οράματα του ακόμα και την πανάκριβη εσωτερική ανησυχία του με θέσεις, αξιώματα ή καλλιτεχνική προβολή. 
Ο Τ. Λειβαδίτης προτίμησε να μείνει ναυαγός στο απέραντο γαλάζιο των ονείρων του, προτίμησε τον πόνο, εξασφαλίζοντας όμως σ' όλους μας - μέσα από την ποιητική του δημιουργία - την αυθεντική επικοινωνία μ' έναν ανθρωπισμό που έχει τόσο ανάγκη ο σημερινός γυάλινος κόσμος μας: 

“...ω, παιδικότητα: αιώνια αμετάφραστη
κι ο θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που φοβούνται τη νύχτα
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν
την ελπίδα στους ναυαγούς”.
Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος
ολόκληρο το κείμενο εδώ
«Νοσταλγώντας “το άπειρο των παιδικών μας χρόνων”


δεν έχουμε παρά μόνο μια παιδική ηλικία μέσα στον αναπόφευκτο κόσμο 
«Βιολέτες για μια εποχή», Γ΄ 242) 1
users

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Τόλης Νικηφόρου — Ένα παιδί / «κρύβω μέσα μου ένα παιδί/απαρηγόρητο/που θάθελε να φτιάξει τη ζωή/στα μέτρα της καρδιάς του»

Βαλεντίν ΣερόφVIVACITY OF CHILDHOOD IN THE PORTRAIT “MIKA MOROZOV” (1901)
Mε το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι 
κοιτάζω εκστατικά 
πίσω απ’ τις στάλες της βροχής 
ένα πολύχρωμο κόσμο 

κρύβω μέσα μου ένα παιδί 
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες 
μέσα στο χειμώνα 
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια 
για το γατάκι του που πέθανε 
για το λουλούδι που μαράθηκε 
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή 
κρύβω μέσα μου ένα παιδί 
με τρύπιο παλτό 
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα 
την γειτονιά και τους φίλους 
την άνοιξη που θάρθει 

κρύβω μέσα μου ένα παιδί 
που δεν δέχεται 
πώς μπορώ να γελάω 
όταν την ίδια στιγμή 
κάποιος κλαίει 

κρύβω μέσα μου ένα παιδί 
απαρηγόρητο 
που θάθελε να φτιάξει τη ζωή 
στα μέτρα της καρδιάς του 

Τόλης Νικηφόρου, από τη συλλογή «Τα αναρχικά», 1979