Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Οδυσσέας Ελύτης – Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική

Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη...


Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη...
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κ' εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Kαι πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι.


Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!

Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου...


Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!

Ελύτης: Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
Ψαλμός Β’ της ενότητας «Τα Πάθη», από Το Άξιον Εστί


Ανάλυση: Ανθούλα Δανιήλ

Ας ξεκινήσουμε με τη θέση πως ο ψαλμός Β’ της ενότητας «Τα Πάθη», της συλλογής Το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, ανήκει στα πιο συγκλονιστικά εθνοκεντρικά και πολιτισμικά τιμαλφή του ποιητή. Πρόκειται για έναν ύμνο στην ελληνική γλώσσα, που εκτείνεται σε είκοσι εννέα στίχους.

Ας δούμε λεπτομερώς τι λέει.
Στο πρώτο δίστιχο παρουσιάζεται το δίδυμο «γλώσσα-σπίτι» και μας ξαφνιάζει μια υποδηλούμενη σύγκριση ανάμεσα σε δύο, ανόμοια φαινομενικά μεγέθη, η οποία όμως προβάλλει διακριτικά την αξία και υπεροχή της γλώσσας ως εξισορροπητικού αντισταθμίσματος στο «σπίτι». 

Η γλώσσα σηκώνει το βάρος της ιστορίας και της αξίας της – «ελληνική», το σπίτι στην αντίπερα όχθη – «φτωχικό». Οπότε το επίθετο «ελληνική» ισοδυναμεί με το «πλούσια». 
Ο ποιητής προτιμώντας το επίθετο «ελληνική» αντί του «πλούσια», το οποίο θα καταδήλωνε το αντιθετικό ζεύγος και το λόγο σύγκρισης, σε ώρα που υπάρχει εθνική ανάγκη, επιλέγει την εθνικότητα.

Εξαρχής προκύπτει το ερώτημα ποιοι είναι οι δωρητές, ποιο το υποκείμενο της ρηματικής φράσης «μου έδωσαν». Ο ποιητής όμως δεν τους κατονομάζει, αφήνοντας το ποίημα σιγά σιγά να αποκαλύψει τα μυστικά του. Από τη στιγμή της δωρεάς και έπειτα δηλώνει:
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.


η συνέχεια εδώ