Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Μιχάλης Κατσαρός - Όταν

PAINTINGS OF ANDREW SALGADO
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.


Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.


Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.


Ο Μιχάλης Κατσαρός ανήκει στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. 
Έζησε όλα τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και εξέφρασε την ανησυχία και την απογοήτευσή του για τις ειδικότερες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα μ’ έναν ποιητικό λόγο αμιγώς αντιεξουσιαστικό.

Με το ποίημα «Όταν» ο ποιητής επιχειρεί ένα ιδιαίτερα καυστικό σχόλιο για την Ελλάδα του εφησυχασμού των αρχών της δεκαετίας του 1950. Το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, που αποτέλεσε και τον τερματισμό των διεκδικήσεων και των προσδοκιών μιας μάχιμης γενιάς, έφερε τη χώρα σε μια περίοδο εσπευσμένης επούλωσης. Οι αριστεροί εκδιώχθηκαν, οι επαναστατικές ιδέες αποσιωπήθηκαν, κι οι πολίτες άνοιξαν κακήν κακώς ένα νέο κεφάλαιο που σήμανε την επιστροφή σε μια κυβερνητικά καθοδηγούμενη νόρμα.

Ο ποιητής στέκει με αγανάκτηση απέναντι στην υποκριτικά γαλήνια κοινωνία, που αφήνει πίσω της την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου, χωρίς να έχει αποκομίσει τίποτε από αυτήν. Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην ανοησία των συγκαιρινών του που προσπαθούν να επανέλθουν στους τρόπους και στη σκέψη της εποχής που προηγήθηκε του πολέμου, υιοθετώντας εκ νέου την έννομη τάξη, και δίνοντας εκ νέου τα ηνία στους πρότερους δυνάστες τους. Άνθρωποι φοβισμένοι και δειλοί που προτιμούν τη συνειδητή υποταγή τους στους ισχυρούς, από τη συνέχιση ενός διεκδικητικού αγώνα που θα μπορούσε να τους προσφέρει μια πολιτεία σαφώς δικαιότερη, στην οποία οι ίδιοι οι πολίτες θα είχαν τον πρώτο λόγο.

«Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια»


Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην κενότητα της καθημερινής φλυαρίας των ανθρώπων, που προτιμούν να συζητούν το ανούσιο, παρά να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Εγκλωβισμένοι σε μια ζωή διαψεύσεων και συνεχούς απογοήτευσης, επιλέγουν τα ανώδυνα και τα ασήμαντα, από φόβο μήπως αντιληφθεί κανείς τι είναι αυτό που στ’ αλήθεια ποθούν κι επιζητούν.

Άλλωστε, ο φόβος έχει πια υπονομεύσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωτική τους ορμή και τη διάθεσή τους ν’ αντικρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων, ώστε ακόμη κι όταν μιλάνε για τον πόλεμο, το κάνουν με τον ίδιο επιφανειακό και ακίνδυνο τρόπο που μιλούν για τον καιρό. Φοβισμένοι ακόμη κι από την ίδια τους τη δύναμη, αποζητούν το πρόσχαρο και το αδιάφορο, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγουν οτιδήποτε θα τους ανάγκαζε να δουν κατάματα την υποταγή στην οποία έχουν περιέλθει. 
Έτσι, ενθουσιάζονται πια, όχι με την ποίηση που τους θέτει προβληματισμούς, αλλά με την αισιόδοξη ποίηση που γεμίζει με εικόνες από το Αιγαίο τα σαλόνια τους. Σαφής εδώ ο υπαινιγμός για τα πρώτα εκείνα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, με τα οποία ο μεγάλος ποιητής υμνούσε την ομορφιά και τη γαλήνη, ως αντιστάθμισμα στα δύσκολα βιώματα της εποχής.

«όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω»


Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στο κλίμα εκφοβισμού της εποχής, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν υπό διαρκή παρακολούθηση, καθώς η ασφάλεια συγκέντρωνε πληροφορίες και κατέγραφε τους πιθανούς κομμουνιστές. Τα πολιτικά φρονήματα των πολιτών αποτελούσαν αντικείμενο συνεχούς έρευνας, και μπορούσαν να οδηγήσουν οποιονδήποτε ήταν ύποπτος στη φυλακή ή και στην εξορία.

Το νόημα των στίχων βέβαια μπορεί να ιδωθεί και διαφορετικά, αν συσχετιστεί με την επικρατούσα απάθεια που διέκρινε τη στάση των πολιτών. Σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι είχαν παραιτηθεί πλέον από κάθε αγωνιστική διάθεση, απέρριπταν εξ ορισμού τις απόψεις οποιουδήποτε προσπαθούσε να τους αφυπνίσει, σαν να επρόκειτο για κάτι που δεν τους αφορούσε καθόλου. Με μια ψυχρή διαδικασία εκλογίκευσης, κάθε πιθανή σκέψη για αντίδραση την κατέτασσαν γρήγορα στις ανεπιθύμητες αριστερές ιδέες και την προσπερνούσαν, θεωρώντας πως δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για περαιτέρω αντίσταση στη θέληση των κρατούντων.

Ο ποιητής σωπαίνει, λοιπόν, απέναντι σ’ εκείνους που δεν έχουν καμία πρόθεση ν’ ακούσουν για τους αγώνες που πρέπει να δώσουν οι πολίτες. Γνωρίζει, άλλωστε, πως είναι μάταιο να τα βάλει με την απάθεια και την αδρανοποίηση που είχε επιφέρει η πρόσφατη ισχυρή διάψευση που βιώσαν όλοι οι πολίτες.

Στην ίδια κατάσταση αδράνειας, στην ίδια κατάσταση φόβου βρίσκονταν εκείνη την εποχή όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι ο ίδιος ο ποιητής. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ανοιχτά τη σκληρότητα του τότε κυβερνητικού καθεστώτος, γι’ αυτό και όλοι τους, μόλις ένιωθαν πως κάποιος έχει υποψιαστεί τις πραγματικές τους πολιτικές πεποιθήσεις, μιλούσαν διαφορετικά. Όταν ακούω εσένα να μιλάς, σχολιάζει ο ποιητής, φανερώνοντας το άλλο πρόσωπο ακόμη και των αριστερών εκείνης της εποχής, που εύλογα δεν ήθελαν να πέσουν στα χέρια της ασφάλειας.

«Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.»


Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στην κατάφωρη αλλοίωση που οι κυβερνώντες έχουν επιφέρει στην έννοια της ελευθερίας. Όταν ακούει τις σάλπιγγες και τα ...
...........
η συνέχεια εδώ