Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης - Μονόγραμμα V (Elytis - The Monogram) / Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς


Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να’ ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να’ ρθω
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.


Ανάλυση

V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να ‘ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ‘ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό


Στην 5η ενότητα του ποιήματος, κι αφού έχει προηγηθεί ο δραματικός θρήνος για την απώλεια της αγαπημένης, ο ποιητής περνά στην εξύμνηση του σωματικού και ψυχικού κάλλους της κοπέλας.
Η αγαπημένη του υπήρξε για εκείνον πάντοτε ένα υπέροχο αίνιγμα, καθώς συνδύαζε τόσο μυστηριώδεις αρετές, που είχαν κατορθώσει να εγκλωβίσουν την κάποτε ανυπόταχτη καρδιά του.

Για σένα, λέει ο ποιητής, για το δικό σου μυστήριο, έχω μιλήσει σε παλιούς καιρούς, σα να σε προσδοκούσα χρόνια προτού έρθεις, με σοφές παραμάνες αλλά και με άντρες που έχουν αποσυρθεί από τη μάχη, έχω μιλήσει με γυναίκες που έχουν μεγαλώσει πολλά παιδιά και γνωρίζουν τα κρυφά της ανθρώπινης φύσης κι έχω μιλήσει με άντρες που έχουν γυρίσει απ’ τους κινδύνους του πολέμου.
Κι έχω ρωτήσει από που μπορεί να πηγάζει η θλίψη του αγριμιού στο βλέμμα σου, τι μπορεί να είναι αυτό που σε κάνει να φαίνεσαι τόσο θλιμμένη, σαν μοναχικό αγρίμι που δεν έχει μάθει τη χαρά της συντροφιάς και πώς γίνεται στο πρόσωπό σου να καθρεφτίζεται το τρεμάμενο νερό, πώς γίνεται να μοιάζεις τόσο άπιαστη σα να βρίσκεσαι σε μια διαρκή κίνηση, σε μια διαρκή αναζήτηση νέων τόπων.
Κι εγώ, πώς είναι γραφτό να έρθω κοντά σου, εγώ που δεν αναζητώ την αγάπη και που το μόνο που θέλω είναι η ελευθερία του ανέμου, τον καλπασμό της ανοιχτής θάλασσας που δεν τη δεσμεύει τίποτα.
Πώς γίνεται οι δυο ψυχές μας, που δεν πόθησαν ποτέ τη συνύπαρξη, ν’ αναζητήσουν η μία την άλλη;

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι


Παρά τις ερωτήσεις του ποιητή, παρά την αναζήτησή του για μιαν απάντηση, κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ τίποτε για την αγαπημένη του, κανείς δεν την γνώριζε, κανείς δεν είχε δει κάτι ανάλογο, ούτε το δίκταμο (φυτό που ευδοκιμεί στο όρος Δίκτη της Κρήτης) ούτε το μανιτάρι στα μέρη τα ψηλά της Κρήτης.
Για να βρεθεί ο ποιητής κοντά στην αγαπημένη του, μόνο ο ίδιος ο Θεός δέχτηκε να τον καθοδηγήσει, μόνο εκείνος κατόρθωσε να ενώσει τις ζωές τους.

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης


Ο Θεός καθοδήγησε το χέρι του ποιητή σ’ όλο το γύρο του προσώπου της, στα μαλλιά, στους κόλπους του κορμιού της, πιο εδώ, πιο εκεί, παντού προσεχτικά, για να μην τρομάξει εκείνη, για να μην διαφύγει αναζητώντας εκ νέου την ελευθερία της.
Το σώμα της σαν πεύκο που έχει μάθει να ζει μόνο του, κυμάτιζε στο λόφο, και στα μάτια της η περηφάνια της αδάμαστης ψυχής, μια ψυχής διάφανης, που δεν έχει μυστικά, που δεν έχει τίποτε να κρύψει.
Μια γυναίκα ελεύθερη, που δεν μπορούσε να ....

............
η συνέχεια εδώ: latistor

V
For you I have talked in old times
With wise nurses and insurgents veterans
From what is it that you have the sorrow of the venison
The reflection on the forehead of the shaking water
And why,it says,to care to come close to you
That I don't want love.but I want the wind
But I want the galloping of the open standing sea

And no one had heard about you
For you neither the dittany nor the mushroom
None inn the high places of Crete
Only for you God accepted to guide my hand

Here,there,everything carefully in the circle
of the coast of the face,the bays,the hair
In the hill waving left

Your body in the position of the lonely pine
Eyes of the pride and of the transparent
Sea bottom,in the home with the old china cabinet
The yellow laces and the cypress wood
Alone waiting to be first seen

High in the roof or back in the flat stones of the yard
With the Saint's horse and the egg of Easter

Like from a destroyed wall painting
As old as the young life wanted you
To fit in the candle the huge volcanic glow
That no one has seen and heard
Nothing in the solitude and the abandoned houses
Neither the buried ancestor side by side in the yard wall
For you neither the old woman with all her herbs
For you,only I,maybe and the music
That I chase of but she comes back stronger
For you the unshaped breast of the twelve years
The turned in the future with a red crate
For you like a pin the bitter smell
That finds in the body and drills the will
And there's the soil,there's the pigeons,there's our ancient land