Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Γιῶργος Σεφέρης — Ο γυρισμός του ξενιτεμένου

Richard Redgrave The Emigrant's Last Sight of Home
― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

Ἀθήνα, ἄνοιξη '38

Ανάλυση
Το 1938 ο Γιώργος Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα από την Κορυτσά, όπου είχε διοριστεί Πρόξενος της Ελλάδας το 1936.Ο ποιητής γυρίζοντας στην πατρίδα του βρίσκει το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941) καλά εδραιωμένο και βιώνει με απογοήτευση, όχι μόνο το καθεστώς ανελευθερίας που έχει επιβληθεί, αλλά και την τοποθέτησή του στη Διεύθυνση Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου, την οποία ως κυβερνητικός υπάλληλος δεν μπορεί να αρνηθεί. 

Ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να εργαστεί για τη στρατιωτική κυβέρνηση κι αυτό του δημιουργεί δυσφορία και δυσκολία στο να αποδεχτεί το νέο του ρόλο.
Η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, η προσωπική απογοήτευση του ποιητή, καθώς και η απειλή του πολέμου που δεσπόζει στην Ευρώπη -το Μάρτη του 1938 η Γερμανία θα προσαρτήσει την Αυστρία- βρίσκουν την έκφρασή τους σ’ αυτό το εξαιρετικό ποίημα, όπου ο Σεφέρης εκφράζει όλη του την πικρή διάθεση και την αδυναμία του να συμβιβαστεί με τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον τόπο του.

Αναλυτικότερα:

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.


Το ποίημα δίνεται ως διάλογος ανάμεσα στον ξενιτεμένο που επιστρέφει και σ’ ένα φίλο του, που φαίνεται να γνωρίζει πάρα πολύ καλά τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ξενιτεμένου. Ο ποιητής δημιουργεί εδώ δύο προσωπεία, δύο διαφορετικές εκφάνσεις του εαυτού του, για να παρουσιάσει εναργέστερα τα αντικρουόμενα συναισθήματά του. 
Η επιθυμία του ξενιτεμένου να επιστρέψει στην πατρίδα του, στρέφεται περισσότερο προς την πατρίδα όπως τη γνώριζε προτού φύγει. Ο ξενιτεμένος προσδοκούσε να βρει τα πράγματα όπως ακριβώς τα είχε αφήσει, αλλά αυτό δεν είναι δυνατό, γιατί οι αλλαγές που έχουν επέλθει τόσο στην πατρίδα του όσο και στον ίδιο είναι πλέον ανέκκλητες.
Το ποίημα ξεκινά με τη διαπίστωση πως ο ξενιτεμένος στα χρόνια που απουσίαζε έχει διαμορφώσει τις σκέψεις και τις προσδοκίες του στα πλαίσια μιας άλλης χώρας, μακριά από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην πατρίδα του. Επομένως, οι προσδοκίες του αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της χώρας του και δεν μπορούν να υλοποιηθούν. 
Η διαπίστωση αυτή γίνεται από το φίλο του ξενιτεμένου, ο οποίος τον προειδοποιεί από την αρχή κιόλας πως ό,τι σχεδίαζε και σκεφτόταν όσο βρισκόταν μακριά από την Ελλάδα, βασίστηκε σε δεδομένα που δεν ισχύουν πια. Η κατάσταση στην πατρίδα έχει αλλάξει ριζικά.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.


Ο ξενιτεμένος γυρίζοντας αναζητά τον παλιό του κήπο, το χώρο όπου μεγάλωσε, μα με έκπληξη διαπιστώνει πως όλα γύρω του είναι πολύ μικρότερα απ’ ό,τι τα θυμόταν. Ο ποιητής αξιοποιεί μια γενική διαπίστωση των ανθρώπων που επιστρέφουν σε τόπους που έχουν να δουν από παιδιά -τα πάντα φαίνονται μικρότερα- φτάνοντας όμως την αίσθηση αυτή στην υπερβολή της -τα δέντρα φτάνουν ως τη μέση του και οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια-, ώστε να δείξει παραστατικότερα το μέγεθος της απογοήτευσής του. Γυρίζοντας στην Ελλάδα βρίσκει τα πράγματα σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι θα επιθυμούσε ή θα περίμενε κι αυτό δημιουργεί στον ποιητή έντονα συναισθήματα απογοήτευσης και διάψευσης των προσδοκιών του. Όλα γύρω του μοιάζουν μικρότερα, όλα γύρω του αποπνέουν την αίσθηση παραίτησης και υποταγής που έχει κυριαρχήσει στη χώρα.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

..............
η συνέχεια εδώ