Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Δαυΐδ, Ψαλμὸς 120 — Ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει;

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν

Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη, 
ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου. 
ἡ βοήθειά μου παρὰ Κυρίου 
τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 
μὴ δῴης εἰς σάλον τὸν πόδα σου, 
μηδὲ νυστάξῃ ὁ φυλάσσων σε.
ἰδοὺ οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ.
Κύριος φυλάξει σε, 
Κύριος σκέπη σοι ἐπὶ χεῖρα δεξιάν σου·
ἡμέρας ὁ ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, 
οὐδὲ ἡ σελήνη τὴν νύκτα.
Κύριος φυλάξει σε ἀπὸ παντὸς κακοῦ, 
φυλάξει τὴν ψυχήν σου ὁ Κύριος. 
Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν σου 
καὶ τὴν ἔξοδόν σου 
ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. 
 Ψαλμός 120ος

Προς τα όρη το βλέμμα μου σήκωσα,
απ' όπου βοήθεια περιμένω.
Ο Κύριος, ο δημιουργός της γης και τ' ουρανού,
Αυτός θα με βοηθήσει.
Μακάρι, ψυχή μου, μακάρι κραταιή
και αμετακίνητη να μείνεις
και ο Κύριος-Φύλακάς σου
ποτέ για σένα να μην αδιαφορήσει.
Αλήθεια, πάντοτε ακοίμητος,
πάντα γρηγορών θα είναι ο Κύριος,
πάντα θα προστατεύει τον λαό Του,
ο παντοδύναμος σκεπαστής 
και υπέρμαχος συμπαραστάτης.
Ούτε τα καύματα του ήλιου τη μέρα, 
ούτε οι γητειές της σελήνης τη νύχτα
δεν θα μπορέσουν να με βλάψουν.
Ψυχή μου, ο Κύριος κάθε κακό θα διώξει,
ο Κύριος θα είναι ο Προστάτης σου.
Αυτός, μέσα και έξω από το σπίτι σου 
θα σε προστατεύει,
σε όλο το ταξίδι της ζωής σου,
τώρα και για πάντα.
ελεύθερη απόδοση: Βασιλική Δεδούση
---------------------------------------
Αναβαθμός (ο) (ουσιαστικό)
  • Σκαλοπάτι.
  • Στην αρχαία αρχιτεκτονική, αναβαθμός είναι καθεμιά από τις τρεις ή τέσσερις πλατιές βαθμίδες της κλίμακας που που οδηγούσε στους αρχαίους ναούς ή βωμούς.
  • Στα αρχαία θέατρα, αναβαθμός είναι καθεμιά από τις κλιμακωτά τοποθετημένες σειρές καθισμάτων.
  • Αναβαθμοί (στον πληθυντικό) είναι αντιφωνικά τροπάρια που ψάλλονται τις Κυριακές και τις γιορτές κατά τον όρθρο.

Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Γιάννης Ρίτσος —Μετά

Μάρτυρες γιὰ τὰ λάθη σου δὲν εἶχες. Μόνος μάρτυρας
ὁ ἴδιος ἐσύ. Τὰ τακτοποίησες, τὰ μονόγραψες, τὰ σφράγισες
σὲ λευκοὺς πάντοτε φακέλους σὰ νὰ ἑτοίμαζες
τὴ δίκαιη διαθήκη σου. Ὕστερα
τὰ τοποθέτησες προσεχτικὰ στὰ ράφια. Τώρα, γαλήνιος,
(ἴσως καὶ κάπως φοβισμένος) οὔτε βιάζεσαι
οὔτε καθυστερεῖς, γνωρίζοντας ὅτι, μετὰ τὸ θάνατό σου,
θ᾿ ἀνακαλύψουμε πόσον ὡραῖος ἤσουν,
πόσο πολὺ πιὸ ὡραῖος πέρα ἀπ᾿ τὶς ἀρετές σου.

Ἀθήνα, 16.1.1988
ἀπὸ τὸ
«Ἀργά, πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα», Κέδρος 1991

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Μενέλαος Λουντέμης — «Είμαι καλά».
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.

Ο εικονιζόμενος κρατούμενος, στις νυχτερινές κρίσεις του,
έτρεχε έξω από το «τρελάδικο», φωνάζοντας «μεριάστε να διαβώ»,
και ριχνόταν στα σύρματα ή στα μυτερά βράχια.
πηγή
Είμαι καλά, Μητερούλα ... αυγή μου...
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ’ τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει ... Μάνα ...
Τρεμούλα των χεριών ...
Χρόνια που ξεφεύγετε απ’ την μπόλια ...
Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου ...
Είμαι καλά.


«Πρώτον, Σεβαστή μου ...»
«Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω ...» Και δεν ρωτώ τίποτα.

Εδώ δεν ρωτούν. Όλοι «Είναι καλά ...»
Κι ας ανεμίζονται οι κρεμάλες πάνω απ' τα κεφάλια τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.
Είμαι καλά.

«Πρώτον, Μητερούλα ... Υγείαν έχω»
Και το στήθος μού φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό.
Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα στα πλευρά μου.
«Πρώτον, Μητερούλα ...» Μα συγχώρα με και σήμερα.
Συγχώρα με και σήμερα που δεν θα μάθεις την αλήθεια.

Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά τη θάλασσα.
Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
«Είμαι καλά».

Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω ...
Πως έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα.
Για τα χίλια μονότονα «Είμαι καλά»
Τα χίλια μονότονα ψέματά μου.

Πήρα ξανά για να σου γράψω.
Έχω την κάρτα μου στα γόνατα.
Και τη χαϊδεύω σαν περίλυπο πουλί!
Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του, μάθημα:
«Είμαι καλά».

Ξέρω, αχ, Μητερούλα ...
Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω
πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου ...
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από ’δω ...
«Είμαι καλά».

Μπορείς, ακριβή μου, να τη διαβάσεις και δίχως φως.
Δεν είναι καν ανάγκη να τη διαβάσεις.
Φτάνει μόνο να ’ρθει, να ακουστεί στην εξώπορτα ...
η φωνή του ταχυδρόμου.
Τότε, Μανούλα, μπορεί και να μην είμαι καλά.
Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου
«Είμαι καλά».

Είμαι καλά ... Αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
Είμαι καλά ... Αφού μπορώ και το ψελλίζω.
Είμαι καλά ... Αφού αραδιάζω στο χαρτί,

«Είμαι καλά».

Αχ, να μπορούσα να ’χα έναν ουρανό
γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά.
Και να τα ’χυνα στο διάστημα ...
Για να ’ρχονται - κι όταν εγώ δεν θ’ ανασαίνω.
Να ’ρχονται και να ραμφίζουν το τζάμι του σπιτιού μας.
(Αυτό που κοιτάζει κατά τη θάλασσα)
Και να κελαηδούμε. Να κελαηδούνε σμήνη τις ψευτιές:
«Είμαι καλά».

Μανούλα εσύ ... Εσύ που διαβάζεις με τα δάχτυλα.
Εσύ πού μιλάς τη γλώσσα των χεριών ...
Ακούμπησε τα χείλη σου στο χαρτί
Έτσι όπως έβρισκες, σαν ήμουν παιδί, τον πυρετό μου ...
Και διάβασε πάνω στ’ άγραφο χαρτί
Και διάβασε ολόισια απ' την καρδιά μου:
Μάνα ... Αχ ... Μάνα, Μάνα ...
Το κορμί που κανάκεψαν τα χέρια σου
έλιωσε σήμερα κάτω απ’ το λιθάρι.
Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου
βέλαξε κατ’ απ’ το μαχαίρι.
Μα εσύ γέλα, ακριβή μου. Γέλα ...
Πες πως ξύπνησες απ’ όνειρο κακό.
Και γέλα να τα διώξεις.
Γέλα, κι εγώ ... ησύχασε, Μανούλα.
«Είμαι καλά»
Σήμερα μου χύσανε το φως μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Χτες κόψανε τα νύχια μου.
Τρόμοι μου πήραν τα φρένα μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Αύριο θα με σταυρώσουν.
Είμαι καλά. Είμαι καλά. Είμαι καλά...

Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι’ αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο.
Πάνω σ’ αυτόν τον ανεμόδαρτο γκρεμνό.
Σ’ αυτό το τρελό νεκροταφείο
πως όλοι οι νεκρού του
ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ
➽➽➽➽➽➽➽➽➽
Ο Μενέλαος Λουντέμης δεν υπέγραψε ποτέ δήλωση μετανοίας κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου του μέχρι τέλους. 
Ζώντας στο κολαστήριο της Μακρονήσου και βιώνοντας στο πετσί του τα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις έπειτα από χρόνια, αυτοεξόριστος ήδη στη Ρουμανία, θα καταθέσει τον αγώνα και τις εμπειρίες του στο αυτοβιογραφικό μυθιστορήμα «Οι Ήρωες κοιμούνται ανήσυχα» (Σαρκοφάγοι ΙΙ), ιδιαίτερα όμως στο συγκλονιστικό «Οδός Αβύσσου, αριθμός Ο».

Γράφει και αρκετά ποιήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το «Είμαι καλά». 
Αφορμή της έμπνευσής του είναι οι απαγορεύσεις της λογοκρισίας από τη διοίκηση του στρατοπέδου, αφού σ’ αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου οι διαταγές σχετικά με την αλληλογραφία επέβαλαν να γράφονται μόνον «ολίγαι λέξεις υπό την έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνει». 

Ο Φώτης Σιούμπουρας, μάλιστα, στο βιβλίο του «Ο δικός μας Μενέλαος Λουντέμης», υποστηρίζει γι’ αυτό το ποίημα πως «ο συγγραφέας, λοιπόν, σε μία έκρηξη καρδιάς και ψυχής κάθησε κι έγραψε στην Μακρόνησο επιστολή προς τη Μάνα. 
Δεν την έστειλε στη μάνα του, μα στη μητέρα του συνεξόριστου Μάνου Κατράκη, την οποία αποκαλούσε ηρωίδα και λάτρευε. 
Η ΔΙΑΤΑΓΗ: 
Η αλληλογραφία θα διενεργείται εφ' απλού δελταρίου επί του οποίου θ' αναγράφονται ολίγαι λέξεις υπό την έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνει ....
-------

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

William Shakespeare - (SONNET 66)
M' όλα αυτά απόκαμα... - Tired with all these



σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα

M' όλα αυτά απόκαμα, ζητάω ν' αναπαυτώ στο μνήμα:
να βλέπω, λέω, την αρετή ζητιάνα γεννημένη
το κούφιο Τίποτα φαιδρό με κορδωμένο βήμα,
την πίστη την αγνότερη χυδαία απαρνημένη,την τιμημένη Υπεροχήν αισχρά παραρριγμένη,
την χάρη την παρθενικήν ωμά ξεπορνεμένη,
την τέλεια Ωραιότητα κακά εξευτελισμένη,
την Αξίαν από ανάπηρην κυβέρνια αχρηστεμένη,την Τέχνη από την κρατική εξουσία γλωσσοδεμένη,
την Γνώση από τη σχολαστική Μωρία περιορισμένη,
την πιο απλήν Αλήθεια ηλίθια παρονομασμένη,
την Καλοσύνη στην κυρα-Κακία υποταγμένη.
......... Μ' όλα αυτά απόκαμα, δε θέλω πια να ζήσω,
......... μόνο που την αγάπη μου πεθαίνοντας θ' αφήσω.
ORIGINAL TEXT

Tired with all these, for restful death I cry,
As to behold desert a beggar born,
And needy nothing trimmed in jollity,
And purest faith unhappily forsworn,
And gilded honor shamefully misplaced,
And maiden virtue rudely strumpeted,
And right perfection wrongfully disgraced,
And strength by limping sway disablèd,
And art made tongue-tied by authority,
And folly, doctor-like, controlling skill,
And simple truth miscalled simplicity,
And captive good attending captain ill.
  Tired with all these, from these would I be gone,
  Save that to die, I leave my love alone.

MODERN TEXT


Because I’m tired of all of these things, 
I cry out for restful death: 
deserving people destined to be beggars, 
and worthless people dressed up in fancy clothes, 
and sacred vows broken, and rewards 
and honors shamefully bestowed on the wrong people, 
and chaste women turned into whores, 
and people perfectly in the right disgraced 
with slander, and the strong disabled by authorities 
who are weak, and artists silenced by authority, 
and fools controlling the wise like a doctor does the sick, 
and simple truth mistaken for simplemindedness, 
and good enslaved by evil. 
I’m tired of all these things and would like to escape them, 
except that if I die I’ll be leaving the person I love all alone.

Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Emily Dickinson — Δεν υπάρχει Φρεγάτα σαν το βιβλίο
There is no Frigate like a Book
Πόσο λιτοδίαιτο είναι το άρμα
που κατευθύνει μιαν ανθρώπινη ψυχή!

Δεν υπάρχει Φρεγάτα σαν το βιβλίο 
Να μας πηγαίνει σε τόπους μακρινούς 
Ούτε ένα άλογο κούρσας 
Δεν ξεπερνάει μια σελίδα αγέρωχης ποίησης. 
Αυτή τη διάσχιση κι οι πιο φτωχοί μπορούν να κάνουν 
Χωρίς διόδια να τους καταπιέζουν. 
Πόσο λιτοδίαιτο είναι το άρμα 
που κατευθύνει μιαν ανθρώπινη ψυχή! 
There is no Frigate like a Book 
To take us Lands away, 
Nor any Coursers like a Page 
Of prancing Poetry – 
This Traverse may the poorest take 
Without oppress of Toll – 
How frugal is the Chariot 
That bears a Human soul 

Emily Dickinson — Άγριες νύχτες - Wild nights!
Αχ! η Θάλασσα!/Μονάχα να προσόρμιζα -απόψε-/Σ' εσένα!

Άγριες νύχτες - Άγριες νύχτες! 
Αν ήμουν μαζί σου 
Οι Άγριες νύχτες θα ήταν 
Η απόλαυση μας!

Μάταιοι -οι άνεμοι- 
Για μια καρδιά σε λιμάνι- 
Αρκετά με την Πυξίδα- 
Αρκετά με τους Χάρτες!

Κωπηλατώντας στην Εδέμ 
Αχ! η Θάλασσα! 
Μονάχα να προσόρμιζα -απόψε- 
Σ' εσένα! 
Η ποιήτρια του αποκλεισμού και της απομόνωσης 
Wild nights - Wild nights!
Were I with thee
Wild nights should be
Our luxury!

Futile - the winds -
To a Heart in port -
Done with the Compass -
Done with the Chart!

Rowing in Eden -
Ah - the Sea!
Might I but moor - tonight -
In thee!

Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Γιάννης Ρίτσος — Σκοπευτήριο Καισαριανής (Πρωτομαγιά ’44)
Είδατε τα πουλιά, που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους, τον ανατέλλοντα πυρφόρον.

Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες,
-η Ελλάδα τις έρραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο-.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά, που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους, τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ανοίγουνε στο μέλλον.
Εμείς, μερτικό δε ζητήσαμε …. Τίποτα …. Μόνον
θυμηθείτε το: αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Δαυΐδ, Ψαλμὸς 103ος — «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε·»


Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. 
Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, 
ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω 
ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, 
ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν· 
ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ, 
ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, 
ὁ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων· 
ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα 
καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα. 
ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, 
οὐ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. 
ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, 
ἐπὶ τῶν ὀρέων στήσονται ὕδατα· 
ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου φεύξονται, 
ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν. 
ἀναβαίνουσιν ὄρη καὶ καταβαίνουσι πεδία 
εἰς τὸν τόπον ὃν ἐθεμελίωσας αὐτά· 
ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, 
οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν. 
ὁ ἐξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν, 
ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα· 


ποτιοῦσι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, 
προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν· 
ἐπ᾿ αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει, 
ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν. 
ποτίζων ὄρη ἐκ τῶν ὑπερῴων αὐτοῦ, 
ἀπὸ καρποῦ τῶν ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ. 
ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ 
τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς· 
καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου 
τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ, 
καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει. 
χορτασθήσονται τὰ ξύλα τοῦ πεδίου, 
αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἃς ἐφύτευσας. 
ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι, 
τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ οἰκία ἡγεῖται αὐτῶν. 
ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις, 
πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς. 
ἐποίησε σελήνην εἰς καιρούς,
ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. 
ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ· 
ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ. 
σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι 
καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖς.
ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν 
καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται. 
ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ 
καὶ ἐπὶ τὴν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρα
ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας
ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου.
αὕτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, 
ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, 
ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων· 
ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτος, 
ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ. 
πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, 
δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον. 
[28] δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν, 
ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα 
πλησθήσονται χρηστότητος. 
[29] ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον 
ταραχθήσονται· 
ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι 
καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν. 
ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, 
καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. 
ἤτω ἡ δόξα Κυρίου εἰς τοὺς αἰῶνας, 
εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ· 
ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, 
ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται. 
ᾄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, 
ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω· 
ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, 
ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ. 
ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, 
ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς. 
εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.
(Μασοριτικό 104)
Απόδοση
Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος
Είναι ώρα, ψυχή μου, για τη δοξολογία του Κυρίου. Κύριε και Θεέ μου, η μεγαλοσύνη σου είναι απέραντη. 
Ντύθηκες τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια, Εσύ που περιβάλλεσαι σαν μανδύα το φως. 
Εσύ απλώνεις ως πέρα τον ουρανό σαν σκηνή από δέρμα. 
Εσύ στεγάζεις με νερά τα ανώγεια του ουρανού. 
Επιβαίνεις πάνω στα νέφη σαν σε γρήγορα άρματα και περπατάς πάνω στα φτερά των άνεμων. 
Έπλασες τους αγγέλους ταχείς σαν τους άνεμους και τους ασώματους λειτουργούς σου δραστήριους και φωτεινούς σαν τη φλόγα της φωτιάς. 
Στερέωσες τη γη με ασφάλεια πάνω σε ασάλευτα θεμέλια, ώστε να μην κλονισθεί ποτέ, στον αιώνα. 
Η άβυσσος των υδάτων τη σκεπάζει σαν φόρεμα και πάνω στα βουνά έχουν σταθεί με τη μορφή του χιονιού τα νερά. 
Όμως όταν αντηχήσει η προσταγή σου θα φύγουν και θα κατέβουν στις πεδιάδες. 
Η βροντερή φωνή σου τα αναγκάζει να υποχωρήσουν. Τα βουνά ανυψώνονται προς τα πάνω και οι πεδιάδες φέρονται προς τα κάτω, το καθένα στον τόπο όπου Εσύ το εθεμελίωσες. 
Έθεσες όριο στη θάλασσα, και τα νερά της δε θα υπερβούν, ούτε θα επιστρέψουν και πάλι στη στεριά. 
Εσύ κάνεις τις πηγές ν” αναβλύζουν μέσα στα φαράγγια και μέσα απ” τα βουνά να περνούν τα νερά τους. 
Τα νερά αυτά ποτίζουν όλα τα άγρια θηρία και οι άγριοι όνοι σβήνουν τη δίψα τους σ' αυτά. 
Πάνω στα δέντρα τα διάφορα πτηνά του ουρανού χτίζουν τις φωλιές τους και από τους γύρω βράχους σκορπίζουν το κελάηδημα τους. Εσύ ποτίζεις τα βουνά με τις βροχές του ουρανού, κι απ' τις βροχές, που είναι έργο δικό σου, θα χορταίνει πάντοτε η γη. 
Εσύ κάνεις να φυτρώνει το χορτάρι απ' τη γη για τα φυτοφάγα ζώα και δίνεις τα κατάλληλα γεννήματα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ανθρώπου. 
Έτσι προμηθεύεται από τη γη ο άνθρωπος το ψωμί αλλά και το κρασί που ευφραίνει την καρδιά του. 
Επίσης το λάδι, που κάνει απαλό και ιλαρό το πρόσωπο του, και το ψωμί που στηρίζει την καρδιά του. 
Θα χορτάσουν από τα νερά τα δένδρα του κάμπου καθώς και τα πελώρια κέδρα του Λιβάνου που Εσύ φύτεψες. 
Στα κλαδιά των δένδρων, τα μικρά σπουργίτια στήνουν τις φωλιές τους, πάνω δε απ” αυτές είναι η φωλιά του ερωδιού. Τα ψηλά βουνά όρισε ο Κύριος σαν κατοικία των ελαφιών και τα πετρώδη μέρη για καταφύγιο των λαγών. 
Δημιούργησε τη σελήνη για να προσδιορίζει τις εποχές. Ο ήλιος γνωρίζει το βασίλεμά του. 
Εσύ Κύριε όρισες να έρχεται το σκοτάδι και να γίνεται νύχτα, που όσο κρατάει, τα άγρια θηρία τριγυρίζουν για αναζήτηση της τροφής τους. 
Βγαίνουν με βρυχηθμούς τα μικρά των λιονταριών για να αρπάξουν τη λεία τους και ο βρυχηθμός τους είναι φωνή προς το Θεό για να τους δώσει τροφή. 
Ανατέλλει ο ήλιος και τα θηρία μαζεύονται στις φωλιές τους για να κοιμηθούν. Τότε βγαίνει κι ο άνθρωπος για τα έργα του και για τις ασχολίες του ως το βράδυ. 
Πόσο μεγάλα και λαμπρά είναι τα έργα σου, Κύριε! Όλα τα δημιούργησες με άπειρη σοφία. 
Η γη είναι γεμάτη από τα κτίσματα σου. Μπροστά μας απλώνεται η θάλασσα μεγάλη και πλατιά. Αναρίθμητα ψάρια ζουν και κινούνται μέσα σ' αυτή, υδρόβια ζώα μικρά και μεγάλα. 
Καράβια τη διασχίζουν προς διάφορες διευθύνσεις. Ο δράκοντας, το μεγάλο θαλάσσιο κήτος που έπλασες, παίζει μαζί της και φαίνεται σα να περιφρονεί τη δύναμη της. 
Όλα αυτά τα ζώα της γης, της θάλασσας και τ” ουρανού, από Εσένα περιμένουν να τους δώσεις στην κατάλληλη ώρα την τροφή τους, να την μοιράσεις Εσύ, κι αυτά να τη μαζέψουν. 
Όταν ανοίγεις το πλουσιόδωρο χέρι σου, τα σύμπαντα γεμίζουν από τα αγαθά σου. Μα όταν πάρεις απ” αυτά το πρόσωπο σου τα πιάνει ταραχή και τρόμος. 
Παίρνεις τη ζωή τους και σβήνουν και επιστρέφουν στο χώμα απ” όπου προήλθαν. Κι όταν τους στείλεις πάλι τη ζωογόνα πνοή σου, ξαναδημιουργούνται κι έτσι ξανακαινουργώνεις το πρόσωπο της γης. Ας είναι, λοιπόν, δοξασμένος ο Κύριος στους αιώνες. 
Ας ευφραίνεται από την ωραιότητα των έργων του. Ρίχνει το βλέμμα του στη γη και την κάνει να τρέμει• αγγίζει λίγο τα βουνά και γεμίζουν καπνούς. 
Θα υμνώ τον Κύριο σε όλη μου τη ζωή. Θα του ψάλλω ύμνους όσο θα υπάρχω. 
Είθε να δοκιμάζω πάντοτε τη γλυκύτητα της συνομιλίας μου μ' Αυτόν. Ο Κύριος ας είναι πηγή της ευφροσύνης μου. 
Ας χαθούν εντελώς από τη γη οι αμαρτωλοί και οι άνομοι. Ούτε αχνάρι τους ας μη μείνει. 
Μην παύεις ψυχή μου να δοξολογείς τον Κύριο. Πόσο μεγάλα και λαμπρά είναι τα έργα σου Κύριε! 
Όλα τα δημιούργησες με άπειρη σοφία.

«Σήμερον ὁ Ἰούδας...»


«Σήμερον ὁ Ἰούδας 
καταλιμπάνει τόν Διδάσκαλον 
καί παραλαμβάνει τόν διάβολον· 
τυφλοῦται τῷ πάθει τῆς φιλαργυρίας, 
ἐκπίπτει τοῦ φωτός ὁ ἐσκοτισμένος∙ 
πῶς γάρ ἠδύνατο βλέπειν ὁ τόν φωστῆρα πωλήσας 
τριάκοντα ἀργυρίων; 
ἀλλ᾽ ἡμῖν ἀνέτειλεν ὁ παθών ὑπέρ τοῦ κόσμου∙ 
πρός ὅν βοήσωμεν∙ 
Ὁ παθών καί συμπαθῶν ἀνθρώποις, δόξα σοι».

♰♰♰♰♰♰♰
«Σήμερον ὁ Ἰούδας, 
παραποιεῖται θεοσέβειαν, 
καὶ ἀλλοτριοῦται τοῦ χαρίσματος, 
ὑπάρχων μαθητής, γίνεται προδότης, 
ἐν ἤθει φιλικῷ, δόλον ὑποκρύπτει, 
καὶ προτιμᾶται ἀφρόνως 
τῆς τοῦ Δεσπότου ἀγάπης, 
τριάκοντα ἀργύρια 
ὁδηγὸς γενόμενος, συνεδρίου παρανόμου. 
Ἡμεῖς δὲ ἔχοντες σωτηρίαν τὸν Χριστόν, 
αὐτὸν δοξάσωμεν.»

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Δαυΐδ, Ψαλμὸς 102ος — Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ·

"Sunflowers & Wheatfields in Harmony" by Gerhard Nesvadba
Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί,
πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ·

εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον 
καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ·

τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, 
τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου·

τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, 
τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς·

τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, 
ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου.

ποιῶν ἐλεημοσύνας ὁ Κύριος 
καὶ κρίμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις.

ἐγνώρισε τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ τῷ Μωυσῇ, 
τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ τὰ θελήματα αὐτοῦ.

οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, 
μακρόθυμος καὶ πολυέλεος·

οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, 
οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα μηνιεῖ·

οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, 
οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν,

ὅτι κατὰ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τῆς γῆς 
ἐκραταίωσε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ 
ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν·

καθόσον ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, 
ἐμάκρυνεν ἀφ' ἡμῶν τὰς ἀνομίας ἡμῶν.

καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, 
ᾠκτείρησεν Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν,

ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλάσμα ἡμῶν, 
ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν.

ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· 
ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει·

ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καὶ οὐχ ὑπάρξει 
καὶ οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ.

τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος 
καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, 
καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν

τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ 
καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς.

Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ἡτοίμασε τὸν θρόνον αὐτοῦ, 
καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ πάντων δεσπόζει.

εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, 
δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ 
τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ.

εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, 
λειτουργοὶ αὐτοῦ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ·

εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ, 
ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· 
εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.

(απόδοση στα Νέα Ελληνικά εδώ)

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Νίκος Γκάτσος — Μεγάλη Τρίτη / «Εσύ αμνίον για σφαγή/Κι εμείς κριοί της αμαρτίας.»

Επόρευσαν οι βασιλείς και εκ του οίνου της πορνείας
εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην.
Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της ηδονής.
Ζοφώδης και ασέληνος ο έρως της αμαρτίας.
Βραχνή ακούστηκε η κραυγή
Στα καπηλιά της πολιτείας
Εσύ αμνίον για σφαγή
Κι εμείς κριοί της αμαρτίας.
Το πολύτιμον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων και εξέχεεν
εις τους αχράντους πόδας σου.
Δε σε πτόησαν οι Πιλάτοι
ουτ’ ο καιρός που ειν’ εγγύς
εσύ στων ουρανών τα πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι της γης.
Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις
εμέ εν τη σκοτία μη μείνη.

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Νίκος Γκάτσος — 2. «Μεγάλη Δευτέρα» «Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου / που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.»


«Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
Το Άλφα και το Ωμέγα.
Περίμενέ με μάνα μου, περίμενέ με ακόμα
ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.
Ο γεωμέτρης του αχανούς.
Ο ποιμήν των αστέρων.
Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.
ο κυβερνήτης των Αριθμών.
Ο δαμαστής των σημείων.
Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στην πύλη του παράδεισου στο φρέαρ της αβύσσου.
Εγγύς. Εγγύτατος ο καιρός.
Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.»
itzikas

Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Βασιλική Δεδούση - «... ὡς οἱ παῖδες»...

Για Σένα πήραμε, Χριστέ, σαν τα παιδιά
στα χέρια μας τα νικητήρια βάγια,

σαν τότε οπού στην εμπασιά της Άγιας της Πόλης,
από τ’ άδειο πια του Λάζαρου γυρνώντας 
το μνημούρι,
του φοβερού θανάτου μας ελπιδοφόρος νικητής
και δωρητής φιλεύσπλαχνος του δώρου 
της ανάστασης,
γύρω σου κι ολοτρόγυρα
παιδιά φωνάζαν «Ωσαννά», βλογούσαν τ’ όνομά Σου,
τιμούσαν τον Πατέρα Σου που σ’ έστειλε κοντά μας.

Αξίωσέ μας, Δέσποτα Συ και της ζωής μας Κύριε,
μαζί μ’ εκείνα τα παιδιά, παιδιά κι εμείς δικά Σου,
αγαπημένα από Σε, φίλοι πιστοί κι αδέρφια Σου,
το «Ωσαννά», το «Δόξα Σοι» —για Σε που κατοικείς
στα ύψιστα του Ουρανού τα μέρη—
από καρδιά, από ψυχή και σκέψη 
και διάνοια
ολημερίς, ολονυχτίς να ανυμνολογούμε
κι ας παραστέκει, τώρα σαν πρώτα, 
όχλος αχάριστος
με στόματα μαυρόψυχα που ουρλιάζουν
«Σταυρωθήτω».
Βασιλική Π. Δεδούση

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Κωστής Παλαμάς — «Ἀνατολή» / Αντ. Νταλγκάς - «Αμανές τής αυγής»

Εικαστικό αφιέρωμα στη μικρασιατική καταστροφή
Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά,
πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας
καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά.

Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει
καὶ βογγάει καὶ βαριὰ μοσκοβολάει
μία μάννα· καίει τὸ λάγνο της φιλί,
κ᾿ εἶναι τῆς Μοίρας λάτρισσα καὶ τρέμει,
ψυχὴ ὅλη σάρκα, σκλάβα σὲ χαρέμι,
ἡ λαγγεμένη Ἀνατολή.

Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι,
κι ὅλο σας, κ᾿ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρὸ κι ἀργό.
Μαῦρος, φτωχὸς καὶ σκλάβος καὶ ἀκαμάτης,
στενόκαρδος, ἀδούλευτος, διαβάτης
μ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἐγώ.


Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια,
καὶ τοῦ μείναν τὰ κρίνα καὶ τὰ φύκια,
στ᾿ ὄνειρο τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ,
ἄνεργη τὴ ζωὴ νὰ ζοῦσα κ᾿ ἔρμη,
βουβός, χωρὶς καμιᾶς φροντίδας θέρμη,
μὲ τόσο νοῦ,

ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει
καὶ καπνιστὴς μὲ τὸν καπνὸ νὰ πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
καὶ κάποτε τὸ στόμα νὰ σαλεύω
κι ἀπάνω του νὰ ξαναζωντανεύει
τὸν καημὸ ποὺ βαριὰ σᾶς τυραννᾷ.

Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει,
καὶ μία φυλὴ ζῇ μέσα σας καὶ λιώνει.
Καὶ μία ζωὴ δεμένη σπαρταρᾷ,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά.