Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Ο τόπος μας


Παρθένι Λέρου - 13 Δεκεμβρίου 1967

Στο μέρος εκείνο ο Ρίτσος βρισκόταν εξόριστος στα χρόνια της δικτατορίας. 
Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη».

Ο τόπος μας
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.


Ανάλυση
Οι στίχοι του γεμάτοι αγάπη για την Ελλάδα επιχειρούν μια προσέγγιση της παρούσας κατάστασης με υπαινικτικό όμως τρόπο, καθώς η λογοκρισία αποτελούσε αποτρεπτικό παράγοντα για κάθε προσπάθεια ανοιχτής διαμαρτυρίας. Το ποίημα αυτό προκύπτει μέσα από έναν ιδιαίτερο συνδυασμό τυπικών εικόνων του ελληνικού τοπίου και υπερρεαλιστικών εικόνων που μας αποκαλύπτουν τις εσώτερες ανησυχίες του ποιητή.

Αναλυτικότερα:
Η εικόνα που μας παρουσιάζει ο ποιητής είναι τυπική για το ελληνικό τοπίο, με τα λίγα χωράφια, τις πέτρες και τα ελαιόδεντρα. Ο τόπος είναι φτωχικός και δεν έχει να προσφέρει πλούσια αγροτική παραγωγή, δεν παύει όμως να είναι η πατρίδα κάθε Έλληνα και ο λόγος για τον οποίο πολλοί είναι πρόθυμοι να αγωνιστούν.
Το ρήμα που χρησιμοποιεί ο ποιητής αναφερόμενος στα αμπέλια «τραβάν» για να δηλώσει ότι εκτείνονται σε μεγάλο χώρο, συνιστά προσωποποίηση, δίνοντας την αίσθηση πως τα αμπέλια κινούνται εκούσια προς τη θάλασσα.
Η φωτιά και το αλέτρι μας παραπέμπουν στην επίπονη προσπάθεια των ανθρώπων του ελληνικού τόπου προκειμένου να λάβουν από τη γη τα αναγκαία αγαθά.
Στο σημείο αυτό ο ποιητής αφήνει για λίγο την περιγραφή του τοπίου και στοχάζεται πάνω στη ζωή των συμπατριωτών του, η οποία είναι βέβαια κοπιαστική με πενιχρά ανταλλάγματα, αλλά γεμάτη φως κι ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

«Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.»
Το ποίημα ξεκινά μ’ ένα ρήμα σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο «ανεβήκαμε», το οποίο υπονοεί πως ακολούθησαν τον ποιητή στο λόφο και κάποιοι φίλοι του, ίσως κι άλλοι εξόριστοι, που μαζί ανεβαίνουν για να δουν τον τόπο τους, τον τόπο για τον οποίο αγωνίστηκαν.
«Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα 
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες.»
Ο ποιητής συνεχίζει με την παρουσίαση εικόνων του ελληνικού τοπίου: τα αμπέλια που καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις, το σκιάχτρο για να διώχνει τα πουλιά που θέλουν να τσιμπολογήσουν τα σταφύλια και το αλέτρι για το όργωμα.
«Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.»
Οι στίχοι αυτοί είναι χαρακτηριστικοί για τη ζωή των Ελλήνων. Οι μέρες τους ξεκινούν για λίγο ψωμί, μιας και ο τόπος αυτός δεν έχει να τους προσφέρει πολλά αγαθά, αλλά με μεγάλες λιακάδες, μια αναφορά στην έντονη ηλιοφάνεια της χώρας που μας προσφέρει παράλληλα και μια αίσθηση αισιοδοξίας κι ελπίδας. Παρά το γεγονός ότι η ελληνική γη δεν έχει τη γονιμότητα που συναντάται σε άλλες χώρες, αντισταθμίζει τις ελλείψεις χάρη στο μεσογειακό της κλίμα με την πλούσια ηλιοφάνεια.
«Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο. 
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.»
Ο ποιητής επιστρέφει εκ νέου στις εικόνες που αντικρίζει γύρω του και μας δίνει μερικά ακόμη στοιχεία του ελληνικού χώρου. Ένα ψάθινο καπέλο που φωτίζεται κάτω από τις λεύκες, ένας πετεινός πάνω στο φράχτη, έτοιμος να εκτελέσει το καθήκον του αφυπνίζοντας τους ανθρώπους γύρω του και μια αγελάδα που βόσκει στο χωράφι. 
Με λιτό τρόπο ο ποιητής παρουσιάζει τις τελευταίες εικόνες του περιβάλλοντος που αντικρίζει γύρω του, ολοκληρώνοντας έτσι την παρουσίαση του απλού μα αγαπημένου ελληνικού χώρου.
«Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσα 
μετο σπίτι μας και τη ζωή μας;»
Στους στίχους αυτούς μπορεί να αναζητηθεί η πικρή αίσθηση του ποιητή σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα της δικτατορίας, με το «πέτρινο χέρι» να συμβολίζει τη σκληρή και βίαιη επέμβαση στις ζωές των Ελλήνων. Ο ποιητής βλέποντας τον απλό τόπο γύρω του, αναρωτιέται πως φτάσαμε στο σημείο να βιώσουμε την αδόκητη αυτή ανατροπή από ένα καθεστώς που ήρθε για να στερήσει την ελευθερία των πολιτών, θέτοντας όρια και «συγυρίζοντας» με άκαμπτο τρόπο τις ζωές τους. 
Ο ποιητής αφήνοντας την περιγραφή του τοπίου, περνά πλέον σε αυτό που τον απασχολεί εσωτερικά και δοκιμάζει την ψυχή του, στην απορία και στον προβληματισμό σχετικά με τη σαρωτική αλλαγή που ταλανίζει τη χώρα.
«Πάνω στ’ ανώφλια 
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα – 
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι 
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση.»
Μια ακόμη εικόνα του εξωτερικού χώρου, όχι πια από το ευρύτερο περιβάλλον αλλά από την είσοδο των σπιτιών, δίνει την ευκαιρία στον ποιητή να ανατρέξει στο παρελθόν του τόπου και να μεταδώσει την αίσθηση της συνέχειας και της πίστης των Ελλήνων στις παραδόσεις τους. Κάθε χρόνο οι άνθρωποι γυρίζοντας από την εκκλησία τη νύχτα της ανάστασης σχηματίζουν με τον καπνό των αναστάσιμων κεριών ένα μικρό μαύρο σταυρό. Χρόνο το χρόνο οι μικροί αυτοί σταυροί συνωστίζονται αποτελώντας ένα γερό δεσμό μεταξύ των γενεών, μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος. Οι Έλληνες δεν είναι πρόθυμοι να αφήσουν τις παραδόσεις τους, δεν είναι διατεθειμένοι να στερηθούν τις παραδόσεις τους και δεν πρόκειται να στερηθούν για πολύ την ελευθερία τους. Άνθρωποι που τώρα είναι πεθαμένοι έχουν δημιουργήσει τους σταυρούς αυτούς με αφορμή αναστάσιμες λειτουργίες του παρελθόντος και οι νεότεροι, όσοι είναι τώρα ζωντανοί, δεν έχουν παρά να προσμένουν την ανάσταση που δεν μπορεί παρά να έρθει ξανά. 
Η αναφορά στην Ανάσταση αποκτά εδώ μια συμβολική διάσταση, καθώς μας παραπέμπει στην αναγέννηση, στην ανατροπή και στην επιστροφή σε μια κατάσταση ελευθερίας και ζωοποιού δύναμης.
«Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος 
με υπομονή και περηφάνεια.»
Ο ποιητής γνωρίζει τις δυσκολίες της χώρας, κατανοεί πόσο κοπιώδης είναι η ζωή των Ελλήνων, σε μια χώρα που δεν έχει τις παραγωγικές δυνάμεις ή τη γονιμότητα άλλων τόπων, εντούτοις ξέρει καλά πως οι Έλληνες είναι γεμάτοι περηφάνια για τον τόπο τους. Οι δυσκολίες που παρουσιάζει αυτή η χώρα δεν είναι παρά ένα ακόμη στοιχείο που την καθιστά πιο αγαπητή στους πολίτες της. Η περηφάνια των Ελλήνων για τον τόπο τους, για την ιστορία τους και φυσικά για την ελευθερία που προκύπτει τόσο φυσικά σ’ αυτόν τον φωτεινό τόπο, είναι εγγενές γνώρισμα, σμιλεμένο στις ψυχές των Ελλήνων μέσα από συνεχείς αγώνες.
«Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι 
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.»
Το ποίημα κλείνει με μια υπερρεαλιστική εικόνα που κρύβει ένα ακόμη μήνυμα ελπίδας για την ανατροπή της παρούσας κατάστασης και για την επιστροφή στην πρότερη κατάσταση ελευθερίας. Η εικόνα αυτή εκλαμβάνεται ως υπερρεαλιστική υπό την έννοια πως δεν μπορούμε να αποδεχτούμε το νόημα της κυριολεκτικά, δεν αποτελεί δηλαδή μια εικόνα σύμφωνη με την πραγματικότητα, μπορούμε όμως να αντλήσουμε τα συναισθήματα και τα μηνύματα που εμπεριέχονται σ’ αυτή.
Τα αγάλματα, ως σύμβολα του παρελθόντος, ως μνήμες παρελθοντικών καταστάσεων -τότε δηλαδή που η χώρα δε βίωνε αυτή την εμπειρία ανελευθερίας και καταπίεσης- ανεβαίνουν στα δέντρα για να εποπτεύσουν το χώρο, μένοντας σε μια στάση αναμονής. Οι συνθήκες δεν είναι ακόμη κατάλληλες για να επέλθει η ζωογόνησή τους -το πηγάδι είναι ξερό-, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα έρθει η στιγμή που οι μνήμες αυτές του παρελθόντος θα δώσουν το έναυσμα για την πολυπόθητη ανατροπή.
Ο ποιητής θέλοντας να περάσει το μήνυμα της μελλοντικής ανατροπής του καθεστώτος, χρησιμοποιεί την υπερρεαλιστική αυτή εικόνα, η οποία δεν αποτελεί βέβαια ευθεία επίθεση στη δικτατορία, αφήνει όμως να υπονοείται η μελλοντική δράση των αγαλμάτων, η μελλοντική εμπρηστική τους δράση, καθώς οι μνήμες της ελευθερίας και της αγωνιστικής διάθεσης των προγόνων, θα έρθουν να αφυπνίσουν τους τωρινούς πολίτες της χώρας.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Paul Eluard - Ελευθερία - Liberté

One particular Wassily Kandinsky painting that features
the tenets of abstract art is Decoupe from 1929.
Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τ’ όνομά σου

Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τ’ όνομά σου

Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τ’ όνομά σου

Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τ’ όνομά σου

Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τ’ όνομά σου

Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τ’ όνομά σου

Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τ’ όνομά σου

Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τ’ όνομά σου

Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τ’ όνομά σου

Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τ’ όνομά σου

Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τ’ όνομά σου

Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τ’ όνομά σου

Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τ’ όνομά σου

Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τ’ όνομά σου

Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τ’ όνομά σου

Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τ’ όνομά σου

Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου

Ελευθερία!

xartografos


Paul Eluard - Liberté

Sur mes cahiers d’écolier
Sur mon pupitre et les arbres
Sur le sable sur la neige
J’écris ton nom

Sur toutes les pages lues
Sur toutes les pages blanches
Pierre sang papier ou cendre
J’écris ton nom

Sur les images dorées
Sur les armes des guerriers
Sur la couronne des rois
J’écris ton nom

Sur la jungle et le désert
Sur les nids sur les genêts
Sur l’écho de mon enfance
J’écris ton nom

Sur les merveilles des nuits
Sur le pain blanc des journées
Sur les saisons fiancées
J’écris ton nom

Sur tous mes chiffons d’azur
Sur l’étang soleil moisi
Sur le lac lune vivante
J’écris ton nom

Sur les champs sur l’horizon
Sur les ailes des oiseaux
Et sur le moulin des ombres
J’écris ton nom

Sur chaque bouffée d’aurore
Sur la mer sur les bateaux
Sur la montagne démente
J’écris ton nom

Sur la mousse des nuages
Sur les sueurs de l’orage
Sur la pluie épaisse et fade
J’écris ton nom

Sur les formes scintillantes
Sur les cloches des couleurs
Sur la vérité physique
J’écris ton nom

Sur les sentiers éveillés
Sur les routes déployées
Sur les places qui débordent
J’écris ton nom

Sur la lampe qui s’allume
Sur la lampe qui s’éteint
Sur mes maisons réunies
J’écris ton nom

Sur le fruit coupé en deux
Du miroir et de ma chambre
Sur mon lit coquille vide
J’écris ton nom

Sur mon chien gourmand et tendre
Sur ses oreilles dressées
Sur sa patte maladroite
J’écris ton nom

Sur le tremplin de ma porte
Sur les objets familiers
Sur le flot du feu béni
J’écris ton nom

Sur toute chair accordée
Sur le front de mes amis
Sur chaque main qui se tend
J’écris ton nom

Sur la vitre des surprises
Sur les lèvres attentives
Bien au-dessus du silence
J’écris ton nom

Sur mes refuges détruits
Sur mes phares écroulés
Sur les murs de mon ennui
J’écris ton nom

Sur l’absence sans désir
Sur la solitude nue
Sur les marches de la mort
J’écris ton nom

Sur la santé revenue
Sur le risque disparu
Sur l’espoir sans souvenir
J’écris ton nom

Et par le pouvoir d’un mot
Je recommence ma vie
Je suis né pour te connaître
Pour te nommer

Liberté.

Poésie et vérité 1942 (recueil clandestin)
Au rendez-vous allemand (1945, Les Editions de Minuit)

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Bertolt Brecht - Καταφύγια για τη νύχτα
A Bed for the Night

"HOMELESS, PORT AUTHORITY, NY" By Dan Gheno
Ακούω πως στη Νέα Υόρκη
Στη γωνιά της 26ης Οδού και του Μπρόντγουεϊ
Στέκει ένας άντρας κάθε βράδυ τους μήνες του χειμώνα
Και στους άστεγους που μαζεύονται
βρίσκει ένα καταφύγιο για τη νύχτα
Κάνοντας εκκλήσεις στους διαβάτες.
Ο κόσμος έτσι δε θ’ αλλάξει.

Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις
Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης
Μα ωστόσο λίγοι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο για τη νύχτα
Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ’ τον άνεμο
Το χιόνι που προορίζονταν γι’ αυτούς πέφτει στο δρόμο.

Σαν διαβάσεις τούτο ‘δω, μην κλείσεις το βιβλίο, άνθρωπε.
Λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα
Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ’ τον άνεμο
Το χιόνι που προορίζονταν γι αυτούς πέφτει στο δρόμο
Μα ο κόσμος έτσι δε θ’ αλλάξει
Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις
Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης.

(Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, εκδ. Σ.Ε.)


A Bed for the Night 

I hear that in New York 

At the corner of 26th street and Broadway 
A man stands every evening during the winter months 
And gets beds for the homeless there 
By appealing to passers-by. 

It won't change the world 

It won't improve relations among men 
It will not shorten the age of exploitation 
But a few men have a bed for the night 
For a night the wind is kept from them 
The snow meant for them falls on the roadway.

Don't put down the book on reading this, man. 


A few people have a bed for the night 

For a night the wind is kept from them 
The snow meant for them falls on the roadway 
But it won't change the world 
It won't improve relations among men 
It will not shorten the age of exploitation

Bertolt Brecht

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Πρωϊνὸ ἄστρο

Κοριτσάκι μου,
θέλω νὰ σοῦ φέρω
τὰ φαναράκια τῶν κρίνων
νὰ σοῦ φέγγουν στὸν ὕπνο σου.

Κοιμήσου κοριτσάκι.
Εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πρέπει νὰ μεγαλώσεις.

Εἶναι μακρὺς
μακρὺς
μακρὺς ὁ δρόμος.

Τὸ παιδί μου κοιμήθηκε
κι ἐγὼ τραγουδάω...

Δύσκολα εἶναι, κοριτσάκι,
στὴν ἀρχή.

Τί νὰ πεῖς, δὲν ξέρεις.
Δύσκολα εἶναι στὴν ἀρχή.

Γιατὶ δὲν εἶναι, κοριτσάκι,
νὰ μάθεις μόνο
ἐκεῖνο ποὺ εἶσαι,
ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις γίνει.

Εἶναι νὰ γίνεις
ὅ,τι ζητάει
ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου,
εἶναι νὰ φτιάχνεις, κοριτσάκι,
τὴν εὐτυχία τοῦ κόσμου.

Ἄλλη χαρὰ δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη
ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις.

Νὰ τὸ θυμᾶσαι, κοριτσάκι.




Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Μιχάλης Κατσαρός - Θὰ σᾶς περιμένω

Desert-themed oil painting
Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.

Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Νίκος Καρούζος - Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει


Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.


Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Bertolt Brecht - Ανάγκη να σε πάρω εγώ
(Για όλα τα παιδιά του κόσμου)

Augustus Edwin Mulready, “A Recess on a London Bridge” (1879), 
oil on canvas (© Tyne & Wear Archives & Museums & Bridgeman Images)
Ανάγκη να σε πάρω εγώ
που έτσι σε παρατήσανε
μονάχο κι έρμο κι ορφανό
παιδάκι μου, πώς σε πονώ.


Το ρούχο το μεταξωτό
μες στο ποτάμι το 'ριξα
φτωχά κουρέλια σου φορώ
παιδάκι μου, πώς σ’ αγαπώ.

Δρόμο σε πήγα, δρόμο μακρινό
νυχτόημερα βαδίζοντας
πείνασα και ματώθηκα
μα να σ’ αφήσω δεν μπορώ.

Σε μαύρες μέρες και σκληρές
πλένω σε και βαφτίζω σε
μες στο κατάψυχρο νερό
μην κλαις και μου πικραίνεσαι.


απόδοση Οδυσσέας Ελύτης

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Νίκος Καρούζος - Ἡ εὐγένεια τῆς κωμωδίας μας /«Ὅταν ξεραθεῖ τὸ χαμομήλι στὸν καλύτερο ἥλιο τῆς χρονιᾶς...»


Ὅταν ξεραθεῖ τὸ χαμομήλι στὸν καλύτερο ἥλιο τῆς χρονιᾶς
ἔρχονται βράδια νὰ γυρέψει ἀπὸ δαῦτο κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος
κι ὅπως κυλάει ζεστὸ μέσα μας καὶ βάλσαμο
κ᾿ εὐωδιάζουν τὰ σπλάγχνα κι ἁρμονίζονται
φέρνοντας κάποιο αἴσθημα φαγωμένης πεταλούδας μὲ τὰ χνούδια της
ἕνα τίποτα ἕνα χορτάρι φέρνοντας ὅλη τὴν εἰρήνη
ἔτσι κι ὁ Ἰησοῦς ἕνα τίποτα, μονάχα φτυσμένος
μονάχα ἡ μέσα φλόγα ποὺ λιώνει τὴν ἁφὴ
κι ὁ Θεὸς γυμνοπόδης ἕν᾿ ἀρνὶ στὸν ἀέρα
ψηλὰ στὸ δέντρο τῆς βυσσινιᾶς τὸ καιόμενο πέρα στὴ δύση.
Ἂ τί φριχτὸ ποὺ εἶναι τὸ νερὸ ἕνα τίποτα κι ὁ ἀόρατος
μᾶς ἔτυχε καθὼς τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ τοῦ κόκορα.

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Νίκος Καρούζος - Διάλογος πρῶτος /«Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ / κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.»

Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Μιχάλης Κατσαρός - Όταν

PAINTINGS OF ANDREW SALGADO
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.


Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.


Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.


Ο Μιχάλης Κατσαρός ανήκει στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. 
Έζησε όλα τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και εξέφρασε την ανησυχία και την απογοήτευσή του για τις ειδικότερες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα μ’ έναν ποιητικό λόγο αμιγώς αντιεξουσιαστικό.

Με το ποίημα «Όταν» ο ποιητής επιχειρεί ένα ιδιαίτερα καυστικό σχόλιο για την Ελλάδα του εφησυχασμού των αρχών της δεκαετίας του 1950. Το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, που αποτέλεσε και τον τερματισμό των διεκδικήσεων και των προσδοκιών μιας μάχιμης γενιάς, έφερε τη χώρα σε μια περίοδο εσπευσμένης επούλωσης. Οι αριστεροί εκδιώχθηκαν, οι επαναστατικές ιδέες αποσιωπήθηκαν, κι οι πολίτες άνοιξαν κακήν κακώς ένα νέο κεφάλαιο που σήμανε την επιστροφή σε μια κυβερνητικά καθοδηγούμενη νόρμα.

Ο ποιητής στέκει με αγανάκτηση απέναντι στην υποκριτικά γαλήνια κοινωνία, που αφήνει πίσω της την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου, χωρίς να έχει αποκομίσει τίποτε από αυτήν. Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην ανοησία των συγκαιρινών του που προσπαθούν να επανέλθουν στους τρόπους και στη σκέψη της εποχής που προηγήθηκε του πολέμου, υιοθετώντας εκ νέου την έννομη τάξη, και δίνοντας εκ νέου τα ηνία στους πρότερους δυνάστες τους. Άνθρωποι φοβισμένοι και δειλοί που προτιμούν τη συνειδητή υποταγή τους στους ισχυρούς, από τη συνέχιση ενός διεκδικητικού αγώνα που θα μπορούσε να τους προσφέρει μια πολιτεία σαφώς δικαιότερη, στην οποία οι ίδιοι οι πολίτες θα είχαν τον πρώτο λόγο.

«Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια»


Ο ποιητής σιωπά απέναντι στην κενότητα της καθημερινής φλυαρίας των ανθρώπων, που προτιμούν να συζητούν το ανούσιο, παρά να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Εγκλωβισμένοι σε μια ζωή διαψεύσεων και συνεχούς απογοήτευσης, επιλέγουν τα ανώδυνα και τα ασήμαντα, από φόβο μήπως αντιληφθεί κανείς τι είναι αυτό που στ’ αλήθεια ποθούν κι επιζητούν.

Άλλωστε, ο φόβος έχει πια υπονομεύσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωτική τους ορμή και τη διάθεσή τους ν’ αντικρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων, ώστε ακόμη κι όταν μιλάνε για τον πόλεμο, το κάνουν με τον ίδιο επιφανειακό και ακίνδυνο τρόπο που μιλούν για τον καιρό. Φοβισμένοι ακόμη κι από την ίδια τους τη δύναμη, αποζητούν το πρόσχαρο και το αδιάφορο, μόνο και μόνο για ν’ αποφύγουν οτιδήποτε θα τους ανάγκαζε να δουν κατάματα την υποταγή στην οποία έχουν περιέλθει. 
Έτσι, ενθουσιάζονται πια, όχι με την ποίηση που τους θέτει προβληματισμούς, αλλά με την αισιόδοξη ποίηση που γεμίζει με εικόνες από το Αιγαίο τα σαλόνια τους. Σαφής εδώ ο υπαινιγμός για τα πρώτα εκείνα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, με τα οποία ο μεγάλος ποιητής υμνούσε την ομορφιά και τη γαλήνη, ως αντιστάθμισμα στα δύσκολα βιώματα της εποχής.

«όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω»


Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στο κλίμα εκφοβισμού της εποχής, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν υπό διαρκή παρακολούθηση, καθώς η ασφάλεια συγκέντρωνε πληροφορίες και κατέγραφε τους πιθανούς κομμουνιστές. Τα πολιτικά φρονήματα των πολιτών αποτελούσαν αντικείμενο συνεχούς έρευνας, και μπορούσαν να οδηγήσουν οποιονδήποτε ήταν ύποπτος στη φυλακή ή και στην εξορία.

Το νόημα των στίχων βέβαια μπορεί να ιδωθεί και διαφορετικά, αν συσχετιστεί με την επικρατούσα απάθεια που διέκρινε τη στάση των πολιτών. Σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι είχαν παραιτηθεί πλέον από κάθε αγωνιστική διάθεση, απέρριπταν εξ ορισμού τις απόψεις οποιουδήποτε προσπαθούσε να τους αφυπνίσει, σαν να επρόκειτο για κάτι που δεν τους αφορούσε καθόλου. Με μια ψυχρή διαδικασία εκλογίκευσης, κάθε πιθανή σκέψη για αντίδραση την κατέτασσαν γρήγορα στις ανεπιθύμητες αριστερές ιδέες και την προσπερνούσαν, θεωρώντας πως δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για περαιτέρω αντίσταση στη θέληση των κρατούντων.

Ο ποιητής σωπαίνει, λοιπόν, απέναντι σ’ εκείνους που δεν έχουν καμία πρόθεση ν’ ακούσουν για τους αγώνες που πρέπει να δώσουν οι πολίτες. Γνωρίζει, άλλωστε, πως είναι μάταιο να τα βάλει με την απάθεια και την αδρανοποίηση που είχε επιφέρει η πρόσφατη ισχυρή διάψευση που βιώσαν όλοι οι πολίτες.

Στην ίδια κατάσταση αδράνειας, στην ίδια κατάσταση φόβου βρίσκονταν εκείνη την εποχή όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι ο ίδιος ο ποιητής. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ανοιχτά τη σκληρότητα του τότε κυβερνητικού καθεστώτος, γι’ αυτό και όλοι τους, μόλις ένιωθαν πως κάποιος έχει υποψιαστεί τις πραγματικές τους πολιτικές πεποιθήσεις, μιλούσαν διαφορετικά. Όταν ακούω εσένα να μιλάς, σχολιάζει ο ποιητής, φανερώνοντας το άλλο πρόσωπο ακόμη και των αριστερών εκείνης της εποχής, που εύλογα δεν ήθελαν να πέσουν στα χέρια της ασφάλειας.

«Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.»


Ο ποιητής σωπαίνει απέναντι στην κατάφωρη αλλοίωση που οι κυβερνώντες έχουν επιφέρει στην έννοια της ελευθερίας. Όταν ακούει τις σάλπιγγες και τα ...
...........
η συνέχεια εδώ

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Elizabeth Barrett Browning
Κι αν είναι να μ' αγαπάς να μ' αγαπάς μόνο για την Αγάπη.


Κι αν είναι να μ' αγαπάς
να μ' αγαπάς μόνο για την Αγάπη.
Μην πεις την αγαπώ για το χαμόγελο της
για το βαθύ το βλέμμα της
τον ευγενικό της τρόπο να μιλά ...
για τις ιδέες της…
που συμφωνούν με τις δικές μου
και που μια μέρα μου 'δωσαν γαλήνη.
Όλα αυτά μπορεί να φέρουν αγάπη,
μπορεί όμως ν' αλλάξουν μέσα μου
ή ν' αλλάξουν για σένα ...
κι αν γεννήθηκε γι' αυτό η αγάπη,
μπορεί ν' αλλάξει κι αυτή ...
Μην μ' αγαπήσεις από λύπηση,
που σταματά τα δάκρυα.
Μπορεί να ξεχάσει το κλάμα,
μια καρδιά που βρήκε παρηγοριά
και να χάσει έτσι την αγάπη σου.
Αλλά Αγάπα με ... μόνο από Αγάπη
που θα μεγαλώνει μέσα σου...
σε μια παντοτινή Αγάπη!


If thou must love me... (Sonnet 14)
Elizabeth Barrett Browning, 1806 - 1861


If thou must love me, let it be for nought 

Except for love’s sake only. 
Do not say, “I love her for her smile—her look—her way 
Of speaking gently,—for a trick of thought 
That falls in well with mine, and certes brought 
A sense of pleasant ease on such a day”— 
For these things in themselves, Belovèd, may
Be changed, or change for thee—and love, so wrought,
May be unwrought so. Neither love me for
Thine own dear pity’s wiping my cheeks dry:
A creature might forget to weep, who bore
Thy comfort long, and lose thy love thereby!
But love me for love’s sake, that evermore
Thou mayst love on, through love’s eternity.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Νίκος Καζαντζάκης - Τι είναι αγάπη;


Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη.
Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονά κι αυτός που συμπονάει.
Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται.
Μα στην αγάπη είναι ένα.
Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα. Δεν ξεχωρίζουν.
Το εγώ και εσύ αφανίζονται.
Αγαπώ θα πει χάνομαι...

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη

Η Ρωμιοσύνη (γραμμένη το 1945-47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το έργο του ποιητή από το 1941 ως το 1953) είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε επτά μέρη-ενότητες. Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής, συνδέοντας με τρόπο προσωπικό διάφορα στοιχεία της ιστορικής παράδοσης και ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, μας δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.
Painting the Light of Lesvos
I

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη

του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά στο λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι

το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τα άγρια
γένια τους.
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη

νύχταβιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο που βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,

γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα

όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Ο Γιάννης Ρίτσος συνθέτει το ποίημα αυτό αμέσως μετά την τραγική εμπειρία της γερμανικής κατοχής και επιχειρεί να αποδώσει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού.Ο ασίγαστος πόθος των Ελλήνων για ελευθερία, οι συνεχείς μόχθοι του ελληνικού λαού, ο πόνος που έχει γίνει πια ένα με την ψυχή τους, αλλά και ο ακατάλυτος δεσμός τους με τον τόπο που κατοικούν αδιάκοπα για χιλιάδες χρόνια, είναι μερικές από τις θεματικές του ποιήματος.
Ο λόγος του ποιητή κινείται συχνά πέρα από την κυριολεξία με διατυπώσεις υπερρεαλιστικές που αποσκοπούν στη συγκινησιακή απόδοση στοιχείων της ελληνικής ψυχής και του ελληνικού τοπίου. Η υπερρεαλιστική έκφραση επιτρέπει στον ποιητή τη δημιουργία εικόνων που φέρνουν στο φως τα συναισθήματα εκείνα που προκαλούνται στην ψυχή του από τη βαθιά αγάπη του για τον ελληνισμό. Η προσέγγιση του ποιητή αποδεσμεύεται από τους περιορισμούς της ρεαλιστικής θέασης και στοχεύει στη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται με όλη την ένταση της συναισθηματικής φόρτισης. 

Τα πρόσωπα και τα πράγματα του ελληνικού χώρου βαρύνουν στη συνείδηση του ποιητή όχι μόνο με την πραγματική και υλική τους υπόσταση, αλλά κυρίως με τις άπειρες προεκτάσεις που τους προσδίδει η αγάπη, ο πόνος κι οι πόθοι του ποιητή∙ αποκτούν άρα την ουσιαστική αξία που έχουν για κάθε Έλληνα, που ακόμη και σε μια πέτρα του ελληνικού χώρου βλέπει κάτι που αντιπροσωπεύει το σύνολο της πατρίδας του.
Η συναισθηματική φόρτιση του ποιητή που είναι εμφανής σε όλο το ποίημα δικαιολογείται όχι μόνο λόγω της έκτασης που έλαβαν οι απώλειες και οι κακουχίες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, αλλά κι από τη διαφαινόμενη ελπίδα του -κυρίως στις επόμενες ενότητες του ποιήματος- πως η πραγματικότητα για τους ήδη καταπονημένους Έλληνες θα λάβει μια νέα ευτυχέστερη μορφή. 

Καθώς ο ποιητής διατρέχει με τη σκέψη του το δύσκολο παρελθόν της Ελλάδας, θέλει και προσδοκά μια ουσιώδη αλλαγή σε ό,τι μοιάζει να αποτελεί μια συνεχή πορεία δυστυχίας και ψυχικής φθοράς.Αν λάβουμε υπόψη μας τη συναισθηματική ένταση του ποιητή, με τον πόνο, την αγανάκτηση, τη θλίψη μα και την ελπίδα να κατέχουν την ψυχή του, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάγκη του να βρεθεί πέρα από τα δεδομένα όρια των λέξεων σε μια εκφραστική περιοχή όπου εκείνο που προέχει είναι το συναίσθημα. Ό,τι θέλει περισσότερο να πει και να παραστήσει ο ποιητής είναι το πλήθος όσων νιώθει μέσα του για κάθε τι που αποτελεί μέρος και συνιστά εν τέλει την πατρίδα του. Άνθρωποι, δέντρα, τοπίο κι αντικείμενα είναι όλα βαπτισμένα στην αγάπη εκείνη που ξεπερνά το εγώ και το τώρα∙ είναι όλα ιδωμένα υπό το πρίσμα του εσώτατου πόθου για την ελευθερία της πατρίδας, για την αποτίναξη κάθε ξενικού ζυγού και φυσικά για την από καιρό ποθούμενη ευπορία του ελληνικού έθνους.

Ανάλυση ποιήματος
I

«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα 
βήματα,αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον 
ήλιο,αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.»

Ο ποιητής επιλέγει να τιτλοφορήσει το ποίημά του ρωμιοσύνη (ελληνισμός), χρησιμοποιώντας μια λέξη που βρίσκεται πιο κοντά στη λαϊκή διατύπωση και στην ψυχή των Ελλήνων. Μια λέξη που εμπεριέχει όλη την περηφάνια και τα υψηλά εκείνα αισθήματα που διαπνέουν κάθε Έλληνα για τη σκληρά δοκιμαζόμενη φυλή του. 
Λέξη ενδεικτική, άλλωστε, για το κλίμα που θα κινηθεί το ποίημα στο σύνολό του, καθώς ο ποιητής αποβλέπει σε μια έκφραση όσο γίνεται πιο κοντά στο λόγο και στη σκέψη του ελληνικού λαού, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα αλλοίωνε την αλήθεια του συναισθήματος που διατρέχει την ποιητική του σύνθεση.

Στην εισαγωγική στροφή του ποιήματος δηλώνεται εμφατικά πόσο αδιανόητο είναι για τον ελληνικό λαό να ζήσει χωρίς την ελευθερία του. Σ’ αυτή την ανάγκη μάλιστα συμμετέχουν εξίσου η ελληνική φύση κι ο ίδιος ο τόπος, που ως προσωποποιημένες παρουσίες δεν μπορούν να αρκεστούν, δεν μπορούν να υπάρξουν στα ασφυκτικά όρια της σκλαβιάς.Τα δέντρα δε μπορούν να ζήσουν με λιγότερο ουρανό, αναφορά που υποδηλώνει τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, την έλλειψη ελευθερίας, αλλά και το στένεμα της ελπίδας. Οι πέτρες δε βολεύονται κάτω από τα ξένα βήματα του κατακτητή, κάτω από τον εχθρικό και μισητό βηματισμό. Τα πρόσωπα των Ελλήνων δεν μπορούν να ζήσουν παρά μόνο στον ήλιο, στο φως της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, μακριά από τα σκοτάδια και τη συννεφιά της σκλαβιάς, και οι καρδιές τους δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο σ’ ένα κόσμο όπου επικρατεί δικαιοσύνη.

Η επαναφορά στους τέσσερις πρώτους στίχους της δεικτικής αντωνυμίας (αυτά, αυτές) και του ίδιου ρήματος (δε βολεύονται) δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο μήνυμα των στίχων, ενώ μέσω της επανάληψης ενισχύεται η μουσικότητα του ποιήματος. Η χρήση μάλιστα των δεικτικών αντωνυμιών, που μας φέρνουν στη σκέψη των ποιητή να δείχνει τα δέντρα, τις πέτρες και τους ανθρώπους γύρω του, προσδίδουν παραστατικότητα και ζωντάνια στην έκφραση του λόγου. Παρατηρούμε επίσης πως τα υποκείμενα των στίχων συνεκδοχικά αναφέρονται σε όλο το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού και χώρου.
Η αναφορά στις διαθέσεις, όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και του τοπίου, του ελληνικού χώρου, καθιστά τον πόθο των Ελλήνων για ανεξαρτησία εναργέστερο και μας παραπέμπει έμμεσα σε όλους τους αγώνες που έχουν γίνει ανά τους αιώνες επί ελληνικού εδάφους με στόχο πάντοτε την ελευθερία.

«Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,σφίγγει στον
κόρφο του τα πυρωμένα λιθάρια,σφίγγει στο φως τις
ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,σφίγγει τα δόντια. Δεν 
υπάρχει νερό. Μονάχα φως.Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο 
ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.»

Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος τίθεται σε πρωταγωνιστική θέση ο ελληνικός τόπος, που με τις ιδιαιτερότητές του έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ψυχοσύνθεση των κατοίκων του. Ο ποιητής μάλιστα επιλέγει να παρουσιάσει το ελληνικό τοπίο, όπως αυτό εμφανίζεται την πιο θερμή ώρα του καλοκαιριού∙ εποχή που είναι η πιο χαρακτηριστική για την Ελλάδα.
Ο παραδομένος στη ζέστη τόπος είναι σκληρός και κάτω από το δεσπόζον φως του ήλιου μοιάζει αμετάβλητος, σχεδόν ακινητοποιημένος. Η σκληρότητα του τοπίου αποδίδεται από τον ποιητή με μια παρομοίωση στην οποία αντιπαρατίθεται με τη σκληρότητα της σιωπής, παραπέμποντας έτσι στο πικρό συναίσθημα που προκαλεί η σιωπή ενός αγαπημένου προσώπου ή εν γένει η σιωπή τη στιγμή που κάποιος περιμένει με αγωνία μιαν απάντηση ή μιαν είδηση.
Το τοπίο σφίγγει στον κόρφο του τις πέτρες, που καίνε απ’ την πολύωρη έκθεση στον αμείλικτο ήλιο, σφίγγει στο φως του τις ορφανές ελιές (ορφανές υπό την έννοια πως είναι από τα ελάχιστα καρποφόρα δέντρα που κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο) και τα αμπέλια του. Οι εικόνες που συνθέτει εδώ ο ποιητής περιλαμβάνουν ακριβώς τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του ελληνικού τοπίου, ιδωμένα στατικά υπό το εκτυφλωτικό φως του ήλιου.
Το προσωποποιημένο τοπίο σφίγγει τα δόντια, καθώς παντού υπάρχει ξηρασία -το νερό είναι τόσο λίγο που είναι σα να μην υπάρχει καν- μόνο το φως κυριαρχεί και φλέγει όλο τον ελληνικό χώρο. Η κατάσταση αυτή -τόσο οικεία στους Έλληνες- έρχεται να αναδείξει τις δυσκολίες που προκύπτουν από έναν άνυδρο τόπο για τους κατοίκους, οι οποίοι πέρα από τα πλείστα άλλα προβλήματα που τους παρουσιάζονται, οφείλουν να αντέξουν και τη σκληρότητα του ίδιου του τόπου τους.
Είναι τέτοια η ένταση του ήλιου που ο δρόμος μπροστά χάνεται μέσα στη ...
...................
η συνέχεια εδώ